Η αμεσότητα της επικοινωνίας που επιτυγχάνεται στον κυβερνοχώρο προκαλεί την αναθεώρηση πολλών εννοιών που στη σύγχρονη εποχή θωρούνται δεδομένες, όπως η διαπροσωπική επικοινωνία, η σχέση του κοινού με τα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά και η επίδραση των τελευταίων στη ζωή των ανθρώπων. Μόλις μία δεκαετία μετά την έναρξη της εκρηκτικής διείσδυσης του διαδικτύου, το Νέο Μέσο έχει ήδη αλλάξει τα πρότυπα κατανάλωσης των επικοινωνιακών προϊόντων και υπηρεσιών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα για τον κυβερνοχώρο, που πραγματοποιήθηκε το 2004 από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για τα ΜΜΕ, οι χρήστες του διαδικτύου παρακολουθούν πλέον λιγότερες ώρες τηλεόραση από τους μη-χρήστες. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε χώρες οι οποίες βρίσκονται στην αρχή της ανάπτυξης του τηλεοπτικού τους τοπίου, το διαδίκτυο αποδεικνύεται ιδιαίτερα ισχυρό, έναντι της δύναμης της τηλεόρασης. Στον χώρο της Ευρώπης, το μεγαλύτερο χάσμα στην παρακολούθηση τηλεόρασης μεταξύ χρηστών διαδικτύου και μη παρατηρήθηκε στην Ουγγαρία, όπου οι διαδικτυακά ενεργοί τηλεθεατές ξοδεύουν 5,7 ώρες λιγότερες μπροστά στην τηλεόραση σε εβδομαδιαία βάση, σε σύγκριση με εκείνους που δεν χρησιμοποιούν το νέο μέσο. Η Ιαπωνία ακολουθεί σε απόσταση αναπνοή με 5,4 ώρες λιγότερη τηλεθέαση για τους κυβερνοναύτες, ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ (5,2 ώρες). Σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών του Ινστιτούτου, ‘γινόμαστε μάρτυρες μία τεράστιας αλλαγής στην συμπεριφορά των πολιτών, την οποία μόλις τώρα έχουμε αρχίσει να εξερευνούμε…’. Οι αλλαγές στις συνήθειες χρήσης των ΜΜΕ που έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα έντονες στους νέους, ηλικιακά, καταναλωτές αποτελεί ήδη πεδίο παγκόσμιων ερευνών, το οποίο διαρκώς διευρύνεται.
Σε περσινή έρευνα του Pew Research Center για την αγορά των ΗΠΑ επισημαίνεται η τάση απομάκρυνσης του κοινού από τις παραδοσιακές πηγές λήψης ειδήσεων (κυρίως εφημερίδες και τηλεόραση) και η στροφή του προς το διαδίκτυο. Το 1995, το ποσοστό του κοινού που συνδεόταν με το Δίκτυο τουλάχιστον 3-4 φορές την εβδομάδα με σκοπό την αναζήτηση ειδησεογραφικών κειμένων ανερχόταν το 2%. Σήμερα οι άνθρωποι αυτοί αντιπρωπεύουν το 30% του κοινού και είναι νέοι, υψηλού εισοδήματος με καλή μόρφωση. Το 1994, νέοι ηλικίας 18-24 ετών στις ΗΠΑ διέθεταν κατά μέσο όρο 51 λεπτά ημερησίως για την κατανάλωση ειδήσεων από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή τις εφημερίδες. Το 2004, το αντίστοιχο μέγεθος έχει μειωθεί στα 35 λεπτά. Τέλος, από εκείνους που δηλώνουν ότι το διαδίκτυο έχει προκαλέσει τη μείωση του χρόνου που διαθέτουν για την χρήση των παραδοσιακών ΜΜΕ, περίπου οι μισοί χρησιμοποιούν την τηλεόραση λιγότερο συχνά και περίπου 40% διαβάζουν σπανιότερα εφημερίδα. Μόλις 27% των χρηστών διαδικτύου σπαταλούν πλέον 60 ή περισσότερα λεπτά παρακολουθώντας ειδήσεις από την τηλεόραση (το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των μη χρηστών είναι 41%).
Τα στοιχεία αυτά δεν θα πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τηλεόραση κινδυνεύει με εξαφάνιση. Λόγου χάρη στις ΗΠΑ περίπου το 50% των χρηστών διαδικτύου δηλώνουν ότι παρακολουθούν τηλεόραση και την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν το διαδίκτυο. Η ελκυστικότητα της εναλλασσόμενης εικόνας, η δύναμη της αμεσότητας στην γνωστοποίηση των τοπικών και παγκόσμιων εξελίξεων, αλλά και η ευκολία που ενέχει η παθητική χρήση της αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά που συντηρούν την πολλαπλή παρουσία της τηλεόρασης στα νοικοκυριά. Αυτά προς το παρόν αποτελούν ισχυρά κεκτημένα.
Όμως, το ίδιο ισχυρή είναι και η δυναμική του διαδικτύου, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, δηλαδή των κοινωνικών ομάδων, οι οποίες, με τις προτιμήσεις τους, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις μελλοντικές στρατηγικές ανάπτυξης των επικοινωνιακών επιχειρήσεων. Επομένως, καθίσταται σαφές ότι οι σημερινοί αναλογικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις νέες τάσεις και να διεκδικήσουν με σθένος και αποφασιστικότητα το μερίδιο που τους αναλογεί στην επικοινωνιακή βιομηχανία του μέλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, η πορεία προς την ψηφιοποίηση (ψηφιακή ραδιοτηλεόραση και ανάπτυξη ποικίλων εξειδικευμένων ή μη διαδραστικών υπηρεσιών) αποτελεί μονόδρομο για όσους επιλέξουν να επιβιώσουν. Οι βαριές επενδύσεις σε εξοπλισμό και ανθρώπινο δυναμικό σε μία υπό εξάλειψη αναλογική αγορά ίσως και να αποτελούν κεφάλαια αμφίβολης απόδοσης στο νέο ψηφιακό τοπίο που διαμορφώνεται από τη σύγκλιση των τεχνολογιών.