Εξαιρετικά αρνητική είναι για την Ελλάδα η ψηφιακή απόκλιση μεταξύ χωρών. Η χώρα μας δεν έρχεται απλώς τελευταία σε όλες τις κατηγορίες, αλλά και απέχει τρομακτικά από τις πρώτες χώρες.
Oι πρωτοπόροι θεωρητικοί και αναλυτές του Κυβερνοχώρου έχουν το δικό τους όραμα. Όπως επισημαίνει το περιοδικό Wired, η αναφορά στη ‘νέα οικονομία’ περικλείει την έννοια ενός κόσμου, όπου οι άνθρωποι εργάζονται με το μυαλό τους, αντί με τα χέρια τους. Ενός κόσμου, όπου η καινοτομία θα είναι πιο σημαντική από τη μαζική παραγωγή και οι επενδύσεις θα εξασφαλίζουν περισσότερο την προμήθεια ιδεών και μέσων για την υλοποίησή τους, παρά την αγορά μηχανών και εξοπλισμού. Στη νέα αυτή εποχή, η διαρκής αλλαγή είναι ο κανόνας.
Από τη βιομηχανική επανάσταση έως τις ημέρες μας, η εμφάνιση των μηχανών και των αυτοματισμών στην παραγωγική διαδικασία δημιουργούσε πάντοτε ανακατατάξεις. Στον 21ο αιώνα, η εισαγωγή της τεχνολογίας στην επιχειρηματική δραστηριότητα δεν είναι κάτι απλό και αυτήν τη φορά δεν ανατρέπει απλώς τις παραδοσιακές δομές. Ανατρέπει τον τρόπο σκέψης, τον τρόπο ενεργοποίησης των παραγωγικών εισροών, τις τεχνικές διοίκησης και οργάνωσης, καθώς και τις μεθόδους διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.
Η πορεία αυτή απαιτεί την κατάστρωση στρατηγικών σχεδίων, τόσο σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης, όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον Μάικλ Πόρτερ, καθηγητή Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Harvard, ‘στην αυγή του 21ου αιώνα, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για ξεκάθαρες στρατηγικές. Διότι όσες επιχειρήσεις δεν έχουν ξεκάθαρο όραμα για το πώς θα μπορέσουν να γίνουν ευκρινώς διαφορετικές και μοναδικές, προσφέροντας κάτι διαφορετικό από τον ανταγωνισμό σε διαφορετικές ομάδες πελατών, θα πέσουν θύματα του έντονου ανταγωνισμού.’
Όμως, προς το παρόν, παρά τα επιτεύγματά της, η ψηφιακή επανάσταση αφορά σχετικά μικρή μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού – περίπου το 20%. Οι ‘ψηφιακές ανισότητες’, τόσο σε διεθνές επίπεδο, μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών και πληθυσμών, όσο και σε εθνικό επίπεδο, μεταξύ κοινωνικών ομάδων και γεωγραφικών περιοχών, διευρύνονται και επαναπροσδιορίζουν τα κριτήρια οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο όρος ‘ψηφιακό χάσμα’ δημιουργήθηκε για να περιγράψει την απόκλιση που παρατηρείται μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών ή κοινωνικών ομάδων, όσον αφορά τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες πρόσβασης των ατόμων σε πληροφορίες και επικοινωνιακές τεχνολογίες. Στο σημερινό στάδιο της ψηφιακής επανάστασης, η χρήση του όρου συνηθίζεται ιδιαίτερα στις μελέτες που διερευνούν τη διείσδυση του διαδικτύου σε παγκόσμιο, αλλά και εθνικό επίπεδο.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας (ΤΠΕ) έχουν γίνει ευρύτερα διαθέσιμες στο κοινό, τόσο όσον αφορά την πρόσβαση, όσο και από πλευράς κόστους. Εν τούτοις, σημαντικές ανισότητες στη χρήση των ΤΠΕ παρατηρούνται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οφείλονται σε παράγοντες όπως η ηλικία, το επίπεδο μόρφωσης, η συμμετοχή στην εργασία, καθώς και ο βαθμός αστικοποίησης των διάφορων περιοχών. Το ψηφιακό χάσμα έχει πολλά αίτια: έλλειψη υποδομών ή πρόσβασης, απουσία κινήτρων χρήσης ΤΠΕ, περιορισμένη γνώση των σύγχρονων εργαλείων πληροφορικής, καθώς και έλλειψη δεξιοτήτων που απαιτεί η ενεργός συμμετοχή στην κοινωνία των πληροφοριών και της γνώσης.
Σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ-25 οι ανισότητες στη χρήση του διαδικτύου είναι έντονες μεταξύ των ατόμων με διαφορετικό επίπεδο μόρφωσης, με το ποσοστό των περισσότερο μορφωμένων που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο να διαφέρει αισθητά από εκείνο των πολιτών με κατώτερη μόρφωση. Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των ατόμων υψηλότερης και χαμηλότερης μόρφωσης παρατηρούνται στην Πορτογαλία (70 ποσοστιαίες μονάδες), τη Σλοβενία (68), την Ισπανία (61), το Ηνωμένο Βασίλειο (59) και την Ιταλία (58). Οι μικρότερες διαφορές παρατηρούνται στη Λιθουανία (11), τη Σουηδία (24), τη Γερμανία (25) και τις Δανία και Εσθονία (27).
Υψηλά ποσοστά χρηστών του διαδικτύου με κατώτερη μόρφωση (άνω του 50%) παρατηρούνται στη Σουηδία (70%), τη Δανία (64%), τη Φινλανδία (54%) και τη Γερμανία (51%), ενώ το ποσοστό των χρηστών με υψηλότερη μόρφωση πέφτει κάτω του 50% μόνον στη Λιθουανία (38%) και την Ελλάδα (48%).
Οι μαθητές είναι η ομάδα με τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης του διαδικτύου σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρωτοπόρες στα μεγέθη είναι η Φινλανδία (97%), η Σουηδία και η Δανία (που μοιράζονται τη δεύτερη θέση με 96%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό παρατηρείται στην Ελλάδα (55%). Σε ό,τι αφορά τη χρήση του διαδικτύου από τους εργαζόμενους, το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στη Σουηδία (86%), ενώ ακολουθούν η Δανία (83%) και οι Ολλανδία και Φινλανδία (και οι δύο με 82%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Λιθουανία και την Ουγγαρία (και στις δύο 33%), με ουραγό και πάλι την Ελλάδα (28%).
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη χρήση του διαδικτύου από τους συνταξιούχους, το ποσοστό περιορίζεται σε επίπεδο κάτω του 10% στην πλειονότητα των κρατών-μελών. Μόνον σε τέσσερις χώρες το ποσοστό των συνταξιούχων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο υπερβαίνει το 25%: Ολλανδία (54%), Σουηδία (45%), Δανία (34%) και Λουξεμβούργο (32%).
Το ψηφιακό χάσμα στο εσωτερικό μίας χώρας είναι, λοιπόν, κυρίως ζήτημα ηλικίας και επιπέδου μόρφωσης. Όπως επισημαίνει η Eurostat, η παρουσία παιδιών στα νοικοκυριά δρα ως κινητήριος δύναμη διείσδυσης στις νέες τεχνολογίες. Το ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν Η/Υ είναι 50% υψηλότερο μεταξύ των νοικοκυριών με παιδιά, σε σχέση με εκείνα που δεν διαθέτουν. Το ίδιο ισχύει σε ό,τι αφορά τις συνδέσεις διαδικτύου και την συνδρομή σε ευρυζωνικές υπηρεσίες.
Εξαιρετικά αρνητική, όμως, είναι για την Ελλάδα η απόκλιση μεταξύ χωρών. Η χώρα μας δεν έρχεται απλώς τελευταία σε όλες τις κατηγορίες, αλλά και απέχει τρομακτικά από τις πρώτες χώρες. Η εντυπωσιακή αυτή υστέρηση είναι αποτέλεσμα της χρόνιας αδιαφορίας της κρατικής εξουσίας και των ιδιαιτέρως κακών και ακριβών υποδομών. Η ληστρική εκμετάλλευση των κακών συνδέσεων αποθαρρύνει τόσο την εντατικότερη, όσο και την ευρύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών, υπονομεύοντας έτσι την συνολική μας μετάβαση προς την κοινωνία της πληροφορίας. Από τη σκοπιά αυτή, η σταδιακή υλοποίηση των προεκλογικών εξαγγελιών της Νέας Δημοκρατίας δεν αποτελεί ένα κοινό ‘ευεργετικό μέτρο’, αλλά μια επιτακτική αναπτυξιακή αναγκαιότητα.
Eίναι, επομένως, σαφές ότι η ψηφιακή επανάσταση έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, για να υλοποιηθεί απλώς και μόνον το πρώτο της στάδιο, δηλαδή η ευρεία εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου ως μέσου επικοινωνίας. Από το βαθμό διείσδυσης της βασικής επικοινωνιακής πλατφόρμας εξαρτώνται πολλά κρίσιμα ζητήματα, που αφορούν άμεσα την υλοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, αλλά και τη μετεξέλιξη του σημερινού, για πολλούς συμβατικού, ηλεκτρονικού ‘επιχειρείν’ (το οποίο κυριάρχησε στην πρώτη γενιά «dot coms») σε κάτι εντελώς νέο και καινοτομικό.
Τέλος, στο επίπεδο των εθνικών πολιτικών ψηφιακής προπαρασκευής, η έμφαση στη ‘ψηφιοποίηση’ της καταναλωτικής συμπεριφοράς θα πρέπει να δώσει τη θέση της, έστω και προσωρινά, στην έννοια του δημόσιου συμφέροντος, αναδεικνύοντας την καθολική δικτυακή πρόσβαση και τις ψηφιακές υπηρεσίες κοινής ωφελείας σε κεντρικούς άξονες της νέας οικονομίας.
Δημοσιεύθηκε στα ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, μηνιαίας έκδοσης του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας. Νοέμβριος 2005.
Aljazeera is full of Zionist, Christians, Crer8duss&#a212;-> Anti Arab Anti IslamBlack Christians are? worst then European Christians as they are biased and have deep hatred of Arabs and Muslims