Όπως το καθαρό νερό και ο αέρας, η ενέργεια είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του επιπέδου ζωής των πολιτών. Ο κάθε πολίτης γνωρίζει την αδράνεια στην οποία περιέρχεται κατά τη διάρκεια διακοπών στην ηλεκτροδότηση ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει τους κρύους μήνες του χειμώνα όταν λησμονήσει να ανανεώσει εγκαίρως τα οικιακά αποθέματα πετρελαίου. Ολοι επίσης γνωρίζουν τις ανάγκες σε βενζίνη για τις μετακινήσεις τους. Ορισμένοι δε, αντλούν και ψυχική ευεξία όταν καταφέρνουν να διατηρούν το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους μονίμως γεμάτο. Είναι γεγονός ότι στον σύγχρονο τρόπο ζωής, οι ανέσεις που απολαμβάνουμε είναι όσες και οι εξαρτήσεις μας· εν προκειμένω, οι ποικίλες μορφές ενεργειακών εισροών που κινούν τα αυτοκίνητα τροφοδοτούν τα εργοστάσια και ζεσταίνουν τα σπίτια.
Στη γλώσσα των ειδικών του χώρου, όσο θα εντείνεται η εξάρτηση των ανθρώπων από το πετρέλαιο και τα υποπροϊόντα του, τόσο θα μεγαλώνει η αποτυχία των κυβερνήσεων να αναπτύξουν εναλλακτικά μοντέλα που θα οδηγήσουν σε διατηρήσιμες μορφές παραγωγής και χρήσης ενέργειας. Η αδυναμία αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το μέλλον των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Τα μεγάλα μπλακ άουτ που αποσυντονίζουν πόλεις εκατομμυρίων κατοίκων, οι υψηλές τιμές πετρελαίου, η δεδομένη δυναμικότητα παραγωγής (η οποία υπολείπεται της ζήτησης), αλλά και οι εντεινόμενες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, απαιτούν την εξασφάλιση διατηρήσιμης ενέργειας νέας τεχνολογίας, μέσω ασφαλούς, οικονομικής και καθαρής παραγωγής. Όπως επισημαίνεται σε μελέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και η παγκόσμια ειρήνη μπορεί να τίθεται σε κίνδυνο από τη συγκέντρωση ενεργειακών πηγών σε γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές του πλανήτη.
Σημειώνεται ότι, σήμερα, περίπου 80% της ενέργειας που καταναλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως πηγή τα ορυκτά καύσιμα – πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα. Ένα σημαντικό και αυξανόμενο ποσοστό των ορυκτών καυσίμων προέρχεται από τρίτες χώρες. Η εξάρτηση από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η οποία σήμερα ανέρχεται σε 50%, ενδέχεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, να φθάσει στο 70% έως το 2030. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει την ΕΕ περισσότερο ευάλωτη σε περίπτωση περιορισμών του εφοδιασμού ή αυξήσεων των τιμών, που μπορεί να προκύψουν από διεθνείς κρίσεις.
Σήμερα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. Οσο οι ανεπτυγμένες χώρες θα κλείνουν τα μάτια στο τεχνολογικό έλλειμμα στο χώρο της ενέργειας, τόσο θα αυξάνονται τα προβλήματα σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Οι φόροι, οι επιδοτήσεις και οι κανονισμοί που χαρακτηρίζουν την ενεργειακή πολιτική πολλών χωρών αποτελούν λύσεις των οποίων η αποτελεσματικότητα έχει κορεσθεί προ πολλού. Τα περισσότερα ερευνητικά ινστιτούτα σε ΗΠΑ και Ευρώπη θεωρούν πλέον την έρευνα και την τεχνολογία στο χώρο της ενέργειας τη μόνη διέξοδο για τη δημιουργία ενός διατηρήσιμου και ασφαλούς ενεργειακού συστήματος.
Σε ειδική έρευνα της Στρατηγικής Ομάδας Μελέτης του Advisory Group for Energy της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε φέτος, επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει μία και μόνη τεχνολογική λύση. Καμία τεχνολογία δεν μπορεί από μόνη της να λύσει το ενεργειακό πρόβλημα, ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας, αν και σοφή πολιτική, δεν αποτελεί μακροχρόνια λύση. Απαιτείται συνδυασμός νέων τεχνολογιών, των οποίων η χρήση αλλά και η συνδυαστική αποτελεσματικότητα προϋποθέτουν δραματική αύξηση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης.
Τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι ποικίλα, πολλά εκ των οποίων απαιτούν ισχυρή και στοχευμένη ερευνητική και αναπτυξιακή προσπάθεια πανευρωπαϊκής κλίμακας. Προς το παρόν, όμως, η πολιτική χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα αυτό δεν δείχνει να κατανοεί πλήρως τις διαστάσεις του προβλήματος. Σε σταθερές τιμές, η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη στο χώρο της ενέργειας έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία 25 χρόνια, φαινόμενο το οποίο απαντάται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η δαπάνη της κυβέρνησης των ΗΠΑ σε έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα των νέων ενεργειακών τεχνολογιών έχει μειωθεί στο μισό από το 1990 (σε σταθερές τιμές), με τον ιδιωτικό τομέα να αδυνατεί να πληρώσει το κενό.
Στα ερευνητικά κείμενα της Στρατηγικής Ομάδας Μελέτης της ΕΕ επισημαίνεται ότι η διατήρηση της δαπάνης για έρευνα και ανάπτυξη στο χώρο της ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα αποτελεί ριψοκίνδυνη στρατηγική. Η Ομάδα παροτρύνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αλλάξει εγκαίρως την πολιτική της. Ένας από τους λόγους είναι ότι η ερευνητική δράση που θα οδηγήσει στην αξιοποίηση των νέων ενεργειακών τεχνολογιών θα είναι έργο ιδιαίτερα χρονοβόρο.
Οι προκλήσεις του μέλλοντος
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τις ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, ενώ οι επιπτώσεις τους στην παγκόσμια οικονομία αποτελούν πλέον κεφάλαια της οικονομικής ιστορίας. Μετά τις τελευταίες μεγάλες διαταράξεις της αγοράς πετρελαίου το 1990, η ανάπτυξη των βιομηχανικών οικονομιών της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στηρίχθηκε σε φθηνό, άμεσα διαθέσιμο πετρέλαιο. Για μεγάλο διάστημα, οι καταναλωτές των χωρών αυτών θεωρούσαν δεδομένες τις χαμηλές τιμές, απολαμβάνοντας καταναλωτικά πρότυπα που απαιτούσαν αυξημένη χρήση παραδοσιακών μορφών ενέργειας για κάθε είδους μετακινήσεις και οικιακές εφαρμογές. Η χαλαρή αυτή κατάσταση δείχνει σήμερα να αλλάζει. Μετά μία διετία συνεχιζόμενων αυξήσεων στις τιμές του «μαύρου χρυσού», οι συνθήκες στην αγορά πετρελαίου είναι εκρηκτικές. Οι κινήσεις των κερδοσκόπων, η οικονομολογική θεώρηση της αυξημένης ζήτησης (λόγω του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας), οι απρόσμενες φυσικές καταστροφές και ο αστάθμητος παράγοντας της διεθνούς τρομοκρατίας, αποτελούν φαινόμενα, τα οποία καταδεικνύουν ότι έφτασε η στιγμή οι ανεπτυγμένες χώρες να αναθεωρήσουν την ενεργειακή τους στρατηγική.
Στα ερευνητικά ινστιτούτα του κλάδου, η ανησυχία για την ενεργειακή επάρκεια της ανθρωπότητας αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από εκείνον που εξαντλούνται τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, μεγάλο μέρος των παγκόσμιων ενεργειακών πηγών παράγεται και καταναλώνεται με ρυθμό τον οποίο η υπάρχουσα τεχνολογία αδυνατεί να εξυπηρετήσει. Η περαιτέρω αύξηση της ζήτησης θα έχει ως συνέπεια είτε αυξημένες τιμές είτε τη λήψη μέτρων περιορισμού της χρήσης είτε και τα δύο ταυτόχρονα.
Σε ευρωπαϊκή επίπεδο, μία τέτοια προοπτική θα έχει βλαπτικές συνέπειες στις οικονομίες της Ευρώπης, καθιστώντας τις βιομηχανίες της λιγότερο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με άλλες χώρες, οι οποίες είναι καλύτερα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν τις ενεργειακές προκλήσεις ή στηρίζονται σε φθηνότερη εργασία και βιομηχανική παραγωγή που εξαρτάται λιγότερο από τις ενεργειακές εισροές.
Στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, αλλά και των εντεινόμενων μηνυμάτων της Φύσης που καταμαρτυρούν την αδιάκοπη διατάραξη της ισορροπίας της, η εξάρτηση των ανεπτυγμένων οικονομιών από το περιβαλλοντικά ‘βρώμικο’, και όπως φαίνεται αρκετά ακριβό υγρό, αποτελεί σύμπτωμα συντηρητισμού και ανευθυνότητας για το μέλλον. ‘Η υπάρχουσα τεχνολογία μάς θέτει σε ευθεία σύγκρουση με τη Φύση’, επισημαίνει το Electric Power Research Institute των ΗΠΑ, το οποίο ερευνά το χώρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Ενα νέο μοντέλο για την κατασκευή ενός ενεργειακού συστήματος, το οποίο θα εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των πολιτών και θα επιτρέπει στους παραγωγούς και τους καταναλωτές να αποφεύγουν την επιβάρυνση του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί το επίκεντρο των ερευνητικών προσπαθειών των ειδικών του χώρου.
Οι ευθύνες των ανεπτυγμένων οικονομιών
Η Κίνα και η Ινδία, κάθε μία με πληθυσμό μεγαλύτερο από το άθροισμα των κατοίκων Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας, απολαμβάνουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες ζωής στους πολίτες τους. Ο κάθε κάτοικος ακόμη και της πιο προηγμένης δυτικής ή άλλης χώρας αναγνωρίζει ότι είναι δικαίωμα των Κινέζων και των Ινδών να σταματήσουν να καίνε ξύλα και κάρβουνο, αν και τα υλικά αυτά θα συνεχίσουν να ζεσταίνουν τα σπίτια τους για πολύ καιρό ακόμη, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες επαρχίες των χωρών αυτών.
Αν η ζήτηση για πετρέλαιο στην Κίνα αυξήθηκε το 2003 κατά 38%, αρκεί να αναλογιστεί κανείς την αύξηση στη ζήτηση που θα παρατηρηθεί όταν τα 3/5 του πληθυσμού της Γης, που σήμερα δεν απολαμβάνουν την ενεργειακή αφθονία των ανεπτυγμένων χωρών, στραφούν σταδιακά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η παγκόσμια αύξηση της ζήτησης για ενέργεια θα ήταν λιγότερο απειλητική για τους κατοίκους της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αν οι κυβερνήσεις τους είχαν εγκαίρως εξερευνήσει μεθόδους που θα οδηγούσαν στη μείωση της δικής τους εξάρτησης από το πετρέλαιο. Ίσως και να ήταν σε θέση να μεταφέρουν την τεχνολογία αυτή στις αναδυόμενες οικονομίες, ώστε να οι τελευταίες να μην είναι αναγκασμένες να διέλθουν από τα ίδια στάδια ανάπτυξης και προόδου.
Είναι κοινός τόπος ότι τα μηνύματα των ενεργειακών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 και οι παροτρύνσεις των αναλυτών για την εξοικονόμηση ενέργειας στα χρόνια που ακολούθησαν δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς. Σήμερα, η κατάσταση παραμένει στάσιμη, με τις ανανεώσιμες πηγές να συμβάλλουν μόλις στο 6% της πρωτογενούς παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών και των εφαρμογών βιομάζας).
Από το άλλο μέρος, οι μορφές πυρηνικής ενέργειας (σύντηξη και σχάση) είναι είτε αντιοικονομικές (σε σχέση, λόγου χάριν, με το φυσικό αέριο) είτε απωθούν τους Ευρωπαίους, ιδιαίτερα μετά το Τσερνομπίλ. Επομένως, όπως υποστηρίζει και η Διεθνής Επιτροπή Ενέργειας, αν δεν συμβούν δραματικές αλλαγές στις πολιτικές ενέργειας των ανεπτυγμένων χωρών, η παγκόσμια εξάρτηση σε πετρέλαιο θα παραμείνει αμετάβλητη, παρά την αυξανόμενη ζήτηση που παρατηρείται. Η προοπτική αυτή είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη, κυρίως για τις πετρελαιοφόρες περιοχές εκτός ΟΠΕΚ, οι οποίες άρχισαν να αξιοποιούνται μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Ηδη, οι παραγωγικές εγκαταστάσεις του Ηνωμένου Βασιλείου στη Βόρεια Θάλασσα έχουν ξεπεράσει το ανώτατο σημείο παραγωγής και η απόδοσή τους μειώνεται. Αρκετοί δε ειδικοί πιστεύουν ότι το φαινόμενο αυτό είναι ενδεικτικό για την παραγωγή πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, παρά τις τεχνολογικές βελτιώσεις που έχουν οδηγήσει στη μείωση των φαινομένων όξινης βροχής ή φωτοχημικών νεφών στις δεκαετίες ’70 και του ’80, τα αποτελέσματα του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι πλέον ορατά ακόμη και στους μη ενημερωμένους πολίτες. Τυφώνες, ισχυρές καταιγίδες, καύσωνες, υποχώρηση των παγετώνων, εκτενείς πλημμύρες και τροπικές αρρώστιες που κινούνται προς πιο εύκρατες περιοχές αποτελούν ενδείξεις ενός πλανήτη σε αυξανόμενη αναταραχή.
Είναι εμφανές ότι η σημερινή τεχνολογία δεν επαρκεί για να αναστρέψει τις βλάβες που έχει υποστεί η ισορροπία του παγκόσμιου οικοσυστήματος. Οι σύγχρονοι πετρελαιοκινητήρες, ακόμη και τα υβριδικά ηλεκτρο-βενζινοκίνητα αυτοκίνητα, δεν είναι αποτελεσματικά για την απαιτούμενη μείωση των ρυπογόνων εκπομπών. Το καθαρό μέλλον απαιτεί την έρευνα και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως λόγου χάριν τα αμιγώς ηλεκτρικά ή υδρογονοκίνητα αυτοκίνητα, τα οποία προς το παρόν παραμένουν ασύμφορα ή αναποτελεσματικά ως προς τις επιδόσεις.
Σύμφωνα με το Advisory Group for Energy της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ευρώπη έχει τρεις ισχυρούς λόγους για τους οποίους θα πρέπει να αντιμετωπίσει το ενεργειακό πρόβλημα με καινοτόμα μέσα: α) τη διατήρηση του προτύπου ζωής των Ευρωπαίων πολιτών και της ανταγωνιστικότητας των ενεργοβόρων βιομηχανιών της, β) την εμφάνισή της ως προπομπού στην παγκόσμια ενεργειακή έρευνα και ανάπτυξη με στόχο την προστασία των κατοίκων της από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και γ) τη διερεύνηση των εμπορικών ευκαιριών που επιφυλάσσει η ανάπτυξη και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στο χώρο της ενέργειας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να μειωθεί η εξάρτηση από τις εισαγωγές και να ελαττωθεί η ρύπανση, η ΕΕ πρέπει να εξελιχθεί σε οικονομία χαμηλής κατανάλωσης άνθρακα, περιορίζοντας τη χρήση ορυκτών καυσίμων στη βιομηχανία, στις μεταφορές και στις κατοικίες και χρησιμοποιώντας ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη θέρμανση ή τον κλιματισμό των κτιρίων και την κίνηση των μέσων μεταφοράς, ιδίως των αυτοκινήτων. Αυτό προϋποθέτει μια φιλόδοξη μεταστροφή προς τη χρήση αιολικής ενέργειας (ιδίως της υπεράκτιας), βιομάζας, υδροηλεκτρικής και ηλιακής ενέργειας, καθώς και βιοκαυσίμων από οργανική ύλη. Στο επόμενο στάδιο, σύμφωνα με την Επιτροπή, η ΕΕ θα πρέπει να γίνει ‘οικονομία υδρογόνου’.
Η έρευνα και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών θα έχουν ως αποτέλεσμα την αποτελεσματικότερη χρήση ενέργειας και θα προσφέρουν στην ευρωπαϊκή βιομηχανία μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, πολλές χώρες θεωρούν τις συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ένα πολύτιμο μηχανισμό για την αποτελεσματική και στοχευμένη προώθηση της ιδιωτικής ενεργειακής Ε&Α. Βέβαια, προκειμένου να ενεργοποιηθούν αυτές οι συνεργασίες, επιβάλλεται πρώτον, ο καινοτόμος στρατηγικός σχεδιασμός από πλευράς κυβερνήσεων και δεύτερον, η συνεργασία σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Δημοσιεύθηκε στην ελληνική έκδοση του Economist, η οποία κυκλοφορεί ένθετη στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (τεύχος Σεπ. 2005)