Η οικογένεια αποτελεί την πρώτη επαφή του ανθρώπου με την έννοια της συλλογικότητας. Αποτελεί το περιβάλλον εντός του οποίου το κάθε άτομο αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, αναπτύσσει τις πρώτες σκέψεις περί τα κοινά και εξελίσσεται σε ενεργή οικονομική μονάδα. Σε άλλες κοινωνίες περισσότερο και σε άλλες λιγότερο, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι ισχυροί και αδιάρρηκτοι καθ’ όλη τη διαδικασία της εξέλιξης των ανθρώπων και σε όλους τους τομείς οικονομικής δράσης τους, από τις ατομικές γεωργικές δραστηριότητες έως τα πιο συλλογικά πεδία των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στην εξέλιξη της οικονομικής και κοινωνικής επιστήμης, ο θεσμός της οικογένειας έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα ως προς τον συνεκτικό και αναπτυξιακό ρόλο που διαδραματίζει στη ζωή των οικονομούντων ατόμων. Παρά τις διαφοροποιήσεις στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικογενειακής μορφής και λειτουργίας που παρατηρούνται μεταξύ κοινωνιών, και οι οποίες οφείλονται στην εκάστοτε πολιτισμική θεώρηση των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, η οικογένεια ως κοινωνικός μηχανισμός, αλλά και ως οικονομική μονάδα διατηρεί την αυτονομία της, με τη διερεύνηση των οικονομικών επιδόσεων των νοικοκυριών να κερδίζει διαρκώς έδαφος στις τάξεις των αναλυτών της οικονομίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: ο χρόνος που διατίθεται από τα μέλη της κάθε οικογένειας για οικιακές εργασίες (πολλές από τις οποίες υποκαθιστούν την παρέμβαση παραγόντων της αγοράς), η προσφορά βασικών αγαθών διαβίωσης σε προστατευόμενα μέλη ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους, αλλά και η προσφυγή σε ενδοοικογενειακό δανεισμό, ο οποίος στην Ελλάδα φθάνει το 56% του αριθμού των νοικοκυριών. Στους τομείς αυτούς, η οικογένεια ανταγωνίζεται ευθέως τόσο την αγορά, όσο και την κοινωνική δράση του κράτους.
Η επί πολλά χρόνια επικρατούσα οικονομολογική αντίληψη έχει τοποθετήσει την οικογένεια στην πλευρά του καταναλωτή αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στο αγοραίο περιβάλλον. Είναι ενδεικτικό ότι το ΑΕΠ κάθε χώρας προκύπτει από την άθροιση των παραγωγικών δραστηριοτήτων που καταμετρούνται στο οργανωμένο περιβάλλον της αγοράς. Ομως, σειρά παραγόντων οδηγεί στην τάση αναθεώρησης των κατεστημένων μοντέλων καταγραφής των εθνικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Παράγοντες όπως η παραγωγή και η κατανάλωση πληθώρας αγαθών και υπηρεσιών εντός του νοικοκυριού, η προφανής διαπίστωση ότι η κατανόηση μεγάλου μέρους των γενικών κανόνων της οικονομίας επιτυγχάνεται μέσω της οικογενειακής καθημερινότητας, αλλά και ο ρόλος της οικογένειας στη δημιουργία του λεγόμενου ‘κοινωνικού κεφαλαίου’, συμβάλλουν στην εντατικοποίηση της μελέτης της οικιακής οικονομίας. Η σταδιακή καθιέρωση σχετικών ειδικών οικονομικών δεικτών από στατιστικές υπηρεσίες αρκετών χωρών ενισχύει τη νέα τάση, αναδεικνύοντας στατιστικά αφανείς παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά και αναπτυξιακές δυναμικές, οι οποίες παραμένουν ανεκμετάλλευτες, ιδιαίτερα σε οικονομίες, οι οποίες έχουν μόλις εξέλθει από το στάδιο της υπανάπτυξης.
Η Ελλάδα είναι μία από αυτές τις οικονομίες. Στη χώρα μας, η μετάβαση από τις παραδοσιακές μορφές οικονομικής δράσης σε νέες πηγές βιοπορισμού, συχνά αποτέλεσε αναγκαστική διαδικασία επείγουσας εξόδου από την ανέχεια. Σε ελάχιστες δε περιπτώσεις η μετάβαση αυτή αποτέλεσε προϊόν κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού. Στην πλειονότητά τους τα ελληνικά νοικοκυριά έδρασαν καθοδηγούμενα από το ένστικτο της επιβίωσης, συχνά δε υπό καθεστώς ατελούς ενημέρωσης για τους κανόνες λειτουργίας και τις δυνάμεις της αγοράς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εγκατάλειψη των αγροτικών δραστηριοτήτων σε πολλές περιοχές της χώρας, προς χάριν της δραστηριοποίησης στον τομέα παροχής υπηρεσιών (τουριστικές και άλλες). Αν και πρόσκαιρα η κίνηση αυτή αποτέλεσε παράγοντα απομάκρυνσης από χαμηλά εισοδηματικά επίπεδα, κοντά στα όρια της φτώχειας, η απουσία σχεδιασμού και ο κορεσμός που επήλθε από τον πολλαπλασιασμό ομοειδών δραστηριοτήτων έθεσε σε κίνδυνο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των οικογενειακών μονάδων που το έπραξαν. Και αυτό διότι η μετάβαση από τη μία δραστηριότητα στην άλλη, εν προκειμένω από τον αγροτικό τομέα στις υπηρεσίες, συνέβη υπό την επήρεια του αδιεξόδου και των οικονομικών προβλημάτων που επέφερε η έλλειψη εκσυγχρονισμού στην ελληνική γεωργία. Σήμερα, η διερεύνηση των δυνατοτήτων ανάπτυξης αγροτοτουριστικών μονάδων και θεματικού τουρισμού σε μία χώρα, η οποία θα έπρεπε να κυριαρχεί στον τομέα αυτό, καταδεικνύει την απώλεια μεγάλων ευκαιριών που, στο παρελθόν, προκάλεσε η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού από πλευράς ελληνικού κράτους.
Είναι γεγονός ότι, επί δεκαετίες, η βοήθεια του ελληνικού κράτους προς το φτωχό ελληνικό νοικοκυριό υπήρξε και αυτή φτωχή. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο φτώχειας στην Ελλάδα ανέρχονται στο 23% (πριν από τις κοινωνικές παροχές) και σε 21% μετά από αυτές. Από το άλλο μέρος, χώρες με μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας, όπως η Πορτογαλία (27%) και η Σουηδία (28%), κατάφεραν με τις κοινωνικές παροχές να μειώσουν τα ποσοστά τους σε 21 και 9%(!) αντίστοιχα.
Ομως, οι άμεσες κοινωνικές παροχές δεν είναι ο μόνος τομέας όπου η δράση του ελληνικού κράτους έχει αποτύχει. Μεγαλύτερη αποτυχία απετέλεσε η απουσία καθοδήγησης των οικογενειακών οικονομικών μονάδων προς νέες μορφές οικονομικής δράσης, καθώς και η δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για τον εκσυγχρονισμό του τρόπου δραστηριοποίησης των οικονομούντων ατόμων, τόσο στην περιφέρεια όσο και στα αστικά κέντρα. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι, η απουσία διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεων μετέτρεψε τον Ελληνα από παραγωγό σε άκριτο καταναλωτή, αλλά και μιμητή επιτυχημένων οικονομικών πρωτοβουλιών, τις οποίες όμως σύντομα οδήγησε σε κορεσμό. Η αδυναμία κατανόησης της οικονομικής έννοιας του ελεύθερου ανταγωνισμού και το ευκαιριακό κυνήγι του κέρδους είναι εμφανή σήμερα τόσο σε επιχειρηματικό όσο και σε οικιακό επίπεδο. Οταν δε, απουσιάζει η προστατευτική ασπίδα του κράτους, οι ατελώς οικονομούντες Ελληνες κυριαρχούνται εύκολα από απαισιοδοξία για το μέλλον.
Στην παρούσα συγκυρία, τα νέα καταναλωτικά πρότυπα, ο νεοπλουτισμός και η νέα ‘κουλτούρα’ ευημερίας με δανεικά δεν θα αποτελούσαν ιδιαίτερα επιζήμιους παράγοντες αν δεν συνοδεύονταν από την έλλειψη δημιουργικότητας και έμπνευσης, δυνάμεις τις οποίες κατείχαν κάποτε οι πολίτες αυτής της χώρας. Ομως, σειρά σημαντικών γεγονότων που συνέβησαν τον περασμένο αιώνα στη χώρα είχαν ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση και σε ορισμένες φορές την πλήρη καταστροφή του παραγωγικού ιστού. Επιπλέον, η επί μακρόν αναποτελεσματική συμπεριφορά του κράτους επέδρασε αρνητικά στον πολιτισμικό χαρακτήρα των πολιτών, οι οποίοι πλέον χαρακτηρίζονται από παραγωγική αδράνεια και καταναλωτική δεινότητα.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι, παρά τη μακρόχρονη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την εξασφάλιση σχετικής δημοσιονομικής σταθερότητας μέσω της εφαρμογής των κανόνων της ΟΝΕ, ο δρόμος προς την πραγματική κοινωνική και οικονομική ωρίμαση της χώρας και των πολιτών της είναι μακρύς και δύσβατος. Πολλά πρέπει να γίνουν προκειμένου οι Ελληνες να αποκοπούν από τη μιζέρια που τους είχαν οδηγήσει η αναποτελεσματικότητα, αλλά και τα συγκεχυμένα κυβερνητικά μηνύματα που κυριάρχησαν κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990. Οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις της σημερινής κυβέρνησης ίσως και να αποτελούν μία από τις τελευταίες ευκαιρίες εξόδου της χώρας από ένα στάδιο παρατεταμένης μετάβασης από τον κρατικό προστατευτισμό στην ανεξαρτησία και την οικονομική αυτοδυνάμωση των Ελλήνων πολιτών.
Οι ‘εξωτερικές οικονομίες’
Τις οθόνες των υπολογιστών των Αγγλων εργαζομένων συνήθως κοσμούν φωτογραφίες από προορισμούς διακοπών. Φωτογραφικές αναμνήσεις από τις καλοκαιρινές διακοπές τους σε διάφορα μέρη του κόσμου ή εξωτικά τοπία που δεν είχαν την τύχη ακόμη να επισκεφθούν ενισχύουν την ψυχολογία τους για να αντιμετωπίσουν τον υγρό χειμώνα. Ο Αγγλος εργαζόμενος συγκεντρώνει με πείσμα τα λεφτά των διακοπών του προκειμένου να ξεφύγει από την, κατά τ’ άλλα, εξαιρετικά οργανωμένη καθημερινότητά του. Το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τη διατροφή του, δεδομένων των κλιματολογικών συνθηκών της χώρας, οι οποίες δεν ευνοούν την παραγωγή πολλών βασικών προϊόντων, απαραίτητων για τη διαβίωσή του. Οσοι Ελληνες έχουν ζήσει στη Βρετανία έχουν πάντα να διηγηθούν στιγμιότυπα από τη συμπεριφορά των Αγγλων καταναλωτών, με το πιο κοινό ανέκδοτο την αναφορά στον μικρό αριθμό (εισαγόμενων και ακριβών) φρούτων που αγοράζει η μέση Αγγλίδα, ένα για κάθε μέλος της οικογένειάς της. Οι οικονομολόγοι θα έλεγαν ότι οι ‘εξωτερικές οικονομίες’ των κατοίκων της χώρας στους τομείς αυτούς είναι πολύ περιορισμένες. Με απλά λόγια, το περιβάλλον στο οποίο ζουν, τους αναγκάζει να πληρώνουν για την απόκτηση αγαθών και ωφελημάτων, τα οποία σε άλλες χώρες πλεονάζουν.
Στη χώρα μας, τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι εντελώς ακατανόητες και διαφεύγουν της αντίληψης του μέσου Ελληνα καταναλωτή. Οι περισσότεροι Ελληνες ζουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από παραλίες (ή και ορεινές τοποθεσίες) τις οποίες θα ζήλευαν οι περισσότεροι Δυτικοευρωπαίοι. Το χειμώνα συχνά εξοικονομούν χρήματα από τη θέρμανση λόγω παρατεταμένης ηλιοφάνειας, ενώ σε κάθε εποχή μπορούν να επιλέξουν από μεγάλη ποικιλία οπωροκηπευτικών σε σχετικά καλές τιμές. Μπορούν ακόμα και να ικανοποιούν την επιθυμία τους ακόμη και όταν τα προϊόντα αυτά βρίσκονται εκτός εποχής (με το ανάλογο αντίτιμο, βέβαια). Τέλος, όταν περιδιαβαίνουμε την ελληνική επαρχία, όλοι μας λίγο έως πολύ έχουμε καταλήξει με περισπούδαστο ύφος ότι ‘αυτή η χώρα τα έχει όλα’. Στην περίπτωση λοιπόν της Ελλάδος, οι οικονομολόγοι θα έλεγαν ότι η χώρα αυτή βρίθει ‘εξωτερικών οικονομιών’. Ομως, παρά την πολύτιμη ‘προίκα’ της χώρας μας, η θετική επίδραση των εξωτερικών οικονομιών μετριάζεται από την, έως σήμερα, ανεπάρκεια του κράτους να παρέμβει αποτελεσματικά σε κρίσιμους τομείς όπως οι δημόσιες υπηρεσίες, ο στρατηγικός σχεδιασμός, η διαφάνεια, η προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.
Η αξιοποίηση των εξωτερικών οικονομιών και η επίλυση των ανωτέρω προβλημάτων, σε συνδυασμό με την εξερεύνηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας σε καίριους τομείς, που ταυτίζονται με υψηλού επιπέδου συνθήκες διαβίωσης, αποτελούν τη βάση για μελλοντική ανάπτυξη και ευημερία τόσο των οικογενειακών οικονομικών μονάδων, όσο και πιο συλλογικών παραγωγικών δράσεων. Η συνένωση δυνάμεων, η διερεύνηση καινοτόμων ιδεών και η παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με τη συνεισφορά της Πολιτείας σε ό,τι αφορά το μακροχρόνιο στρατηγικό σχεδιασμό, την παροχή εργαλείων (προωθημένο σύστημα εκπαίδευσης, τεχνολογικές και άλλες υποδομές), αλλά και την εξασφάλιση ασφαλούς περιβάλλοντος δράσης (ισονομία, ισότητα, διαφάνεια, κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ.) αποτελούν ένα εξαιρετικά δυναμικό, ανταγωνιστικό και ελπιδοφόρο σύστημα παραγωγικών εισροών.
Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της σημερινής ελληνικής οικογένειας αποτελούν τομείς στους οποίους θα πρέπει να αναζητηθεί το μέλλον της χώρας. Η διαπίστωση αυτή, φυσικά, δεν αφορά αποκλειστικά τη χώρα μας. Η δυναμική του οικογενειακού ιστού παραμένει ιδιαίτερα κρίσιμος παράγοντας προόδου σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Οπως επισημαίνεται σε μελέτη του Brookings Institute, οι πιθανότητες που έχει ένα άτομο να λάβει καλή μόρφωση, να έχει καλή δουλειά και καλές προοπτικές ανέλιξης εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από το οικογενειακό του περιβάλλον.
Οικογένεια και κοινωνικό κεφάλαιο
Στο παρελθόν, συγκριτικές μελέτες σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις απόψεις, τις αξίες, την κουλτούρα εν γένει των λαών, έχουν αναδείξει ομοιότητες και διαφορές μεταξύ κοινωνιών όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες μιας χώρας αντιμετωπίζουν τις αλλαγές ή τα απρόσμενα γεγονότα. Οι διαφορές που έχουν εντοπιστεί από διαπολιτισμικές έρευνες σε κοινωνικό επίπεδο επιβεβαιώνουν την κοινή αίσθηση ότι κάθε κοινωνία συμπεριφέρεται διαφορετικά.
Στην περίπτωση της χώρας μας, τα λάθη του παρελθόντος και τα βαθιά συστημικά προβλήματα (γραφειοκρατία, αδιαφάνεια, διαφθορά) έχουν διαβρώσει τον κοινωνικό ιστό, προκαλώντας αλλοίωση της καθημερινής συμπεριφοράς των πολιτών, οι οποίοι πλέον εμπιστεύονται ολοένα και λιγότερο το κράτος και τους συμπολίτες τους. Είναι σαφές, επομένως, ότι οι ιδιαιτερότητες της Ελλάδας απαιτούν οραματική αντιμετώπιση και μακρόπνοο σχεδιασμό σε πολλά επίπεδα.
Στο γενικότερο πλαίσιο της μετατροπής της πολιτικής, από αποκλειστικό έργο των πολιτικών σε έργο και πρωτοβουλίες των πολιτών (ανθρωποκεντρική πολιτική), ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο περιεχόμενο του όρου ‘Κοινωνικό Κεφάλαιο’ (Social Capital). Στο εξωτερικό, η έννοια του Κοινωνικού Κεφαλαίου έχει αποτελέσει πεδίο μελετών που συνδέονται με την ‘Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης’, δηλαδή την κοινωνική διάσταση της ελεύθερης αγοράς. Το ζήτημα έχει απασχολήσει ειδικές ομάδες μελέτης και στρατηγικής σε χώρες οι οποίες έχουν παράδοση στην ανάλυση νέων πολιτικών και κοινωνικών τάσεων, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο συντίθεται από τα δίκτυα, τα πρότυπα, τις σχέσεις, τις αξίες και τις άτυπες κοινωνικές παραδοχές που διαμορφώνουν την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Η έννοια του Κοινωνικού Κεφαλαίου προσδιορίζεται από σειρά παραγόντων όπως η ιστορία και η κουλτούρα, οι κοινωνικές δομές, η οικογένεια, η παιδεία, το δομημένο περιβάλλον, η οικιστική κινητικότητα, οι οικονομικές ανισότητες, η ισχύς και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των πολιτών, τα πρότυπα της ατομικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, οι προσωπικές αξίες κ.λπ.
Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ένας από τους βασικότερους δείκτες μέτρησης του Κοινωνικού Κεφαλαίου είναι η εμπιστοσύνη που επιδεικνύει ο κάθε πολίτης προς τους συμπολίτες του. Σε ό,τι αφορά την επίδοση των Ελλήνων πολιτών, αυτή είναι η χειρότερη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.-15. Σύμφωνα με μελέτη του European Values System Study Group, 8 στους 10 Ελληνες δεν εμπιστεύονται τους συμπολίτες τους. Για να καταστεί κατανοητή η διαφορά με άλλες χώρες-μέλη, αξίζει ενδεικτικά να ληφθούν υπόψη τα αντίστοιχα μεγέθη άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Σουηδία (34%), η Δανία (33%), η Ολλανδία (40%) και η Φινλανδία (42%).
Η πολιτική που οδηγεί στην ενδυνάμωση του κοινωνικού κεφαλαίου προϋποθέτει παρεμβάσεις σε επίπεδο ατομικό (υποστήριξη του θεσμού της οικογένειας και του γονεϊκού ρόλου εν γένει, ανάπτυξη της κοινωνικής συμβουλευτικής, νέες προσεγγίσεις στο χειρισμό των ατομικών παραβάσεων, ενίσχυση του εθελοντισμού κ.λπ.), κοινωνικό (προώθηση οργανώσεων τοπικού χαρακτήρα, τοπικά δίκτυα πληροφορικής, νέες προσεγγίσεις στο σχεδιασμό του δομημένου περιβάλλοντος, κοινωνικές δράσεις για την αντιμετώπιση της φτώχειας), καθώς και εθνικό (εκμάθηση δράσεων που ενισχύσουν την κοινωνική προσφορά, ανάπτυξη του εθελοντισμού με κίνητρα και κοινωνικές αμοιβές, τοπικά δημοψηφίσματα ή ομάδες συζήτησης με θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, πολιτική δράση νέων κ.ά.).
Αρκετές μελέτες υποστηρίζουν ότι το ανεπτυγμένο κοινωνικό κεφάλαιο έχει ως αποτέλεσμα την προώθηση και άλλων κρίσιμων κοινωνικών αγαθών. Συμπεράσματα διεθνών ερευνών καταδεικνύουν ότι η ενεργός συμμετοχή σε κοινωνικά δίκτυα και η ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών ενδέχεται να οδηγούν σε μεγαλύτερες εκπαιδευτικές και μορφωτικές επιδόσεις, βελτίωση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, εντονότερη οικονομική ανάπτυξη και μείωση περιστατικών κοινωνικών παραβάσεων. Σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί βασικό μέσο ενίσχυσης της κοινωνικής εξέλιξης και συνοχής.
Στη μελέτη των χαρακτηριστικών του κοινωνικού κεφαλαίου, η οικογένεια κατέχει σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα ως προς τη δυναμική γεφύρωσης της δράσης των μελών της με την οικονομία, τα κοινά και την τοπική κοινωνία. Οπως προαναφέρθηκε, η οικογένεια δημιουργεί τις προϋποθέσεις επαγγελματικής και κοινωνικής ενδυνάμωσης των ατόμων. Τα άτομα εξοικειώνονται με την οικονομία μέσα από την οικογενειακή οικονομική καθημερινότητα. Αλλά η δυναμική του οικιακού περιβάλλοντος δεν περιορίζεται στις λειτουργίες κοινωνικοποίησης των μελών του. Παραδοσιακές εργασιακές πρακτικές όπως η αυτοαπασχόληση, αλλά και νεότερες όπως η τηλεργασία συχνά έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά παραγωγικού δυναμικού από τους χώρους συλλογικής δράσης στο νοικοκυριό.
Η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει τις συνθήκες δράσης της οικογένειας, ενισχύοντας τις τάσεις αυτοεξυπηρέτησης των οικονομούντων ατόμων. Η αυτοματοποίηση των τραπεζικών συναλλαγών (ΑΤΜ, eBanking), οι συναλλαγές με τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω Διαδικτύου, η ηλεκτρονική αναζήτηση και άντληση χρηστικών πληροφοριών, ακόμη και η μερική υποκατάσταση της παθητικής κατανάλωσης των προϊόντων των Μέσων Ενημέρωσης από την ενεργό προσωπική αναζήτηση σε online πηγές πληροφόρησης συμβάλλουν στην σταδιακή απεξάρτηση της σύγχρονης οικογένειας από την αποτελεσματικότητα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Βέβαια, το κόστος υιοθέτησης των νέων μέσων ανεξαρτητοποίησης της οικογένειας, αλλά και το εν γένει κόστος ζωής παραμένουν κρίσιμα ζητήματα που απαιτούν την ενεργοποίηση του κράτους, κυρίως ως προς την εξυγίανση της δομής και των κανόνων λειτουργίας της αγοράς.
Ευρω-ακρίβεια: η ζωή από μηδενική βάση
Στη χώρα μας, οι συζητήσεις περί των οικονομικών εξελίξεων πλέον επικεντρώνονται στην οικονομία της καθημερινότητας, γεγονός καθ’ όλα φυσικό και αναμενόμενο, ιδιαίτερα μετά την εξομάλυνση των ιδεολογικών διαφορών και τη θεώρηση των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων στην πραγματική τους βάση, αυτή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνική, οικονομική και επιχειρηματική δράση των μικρών και μεγάλων οικονομικών μονάδων της χώρας.
Στο μυαλό των Ελλήνων πολιτών-καταναλωτών, η έλευση του ευρώ (και η συνεπακόλουθη ‘κερδοσκοπική’ συμπεριφορά του εμπορικού κλάδου) έχει συνδεθεί με το αυξημένο κόστος ζωής, την κοινώς λεγόμενη ‘ακρίβεια’. Ομως, η καθιέρωση του ευρώ εμπεριέχει και ευκαιρίες, όπως τη δραστική αναθεώρηση των, έως σήμερα, καταναλωτικών και αναπτυξιακών δράσεων των εγχώριων νοικοκυριών.
Ηδη, από τότε που οι πολίτες-καταναλωτές είδαν το μισθό τους να μετατρέπεται σε λίγα καλοτυπωμένα ευρωπαϊκά χαρτονομίσματα, έχουν αναπτύξει αυστηρότερα κριτήρια ελέγχου των ενεργειών της αγοράς, ενώ παρακολουθούν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αναμένοντας την πραγματική βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Με το ευρώ στις τσέπες των Ελλήνων, η οικονομική και νομισματική ένωση, από ασαφής ιδέα, που αφορούσε την εκάστοτε κυβέρνηση και τους ιθύνοντες σχεδιασμού των Βρυξελλών, μετετράπη σε απτή πραγματικότητα. Η σαφής οπτικοποίηση της έννοιας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αποτελεί ευκαιρία επανακαθορισμού των κριτηρίων και προτύπων ζωής και δραστηριότητας, κυρίως σε τομείς προσωπικής αυτοδυνάμωσης και παραγωγικής ενεργοποίησης.
Σε επίπεδο ευημερίας, η αγοραστική δύναμη του ευρώ για τις ελληνικές οικογένειες είναι άλλο ένα μέσο συνειδητοποίησης των αδυναμιών της χώρας στην οποία κατοικούν. Το ευρώ προσφέρει την ευκαιρία να επανεξεταστούν τα πράγματα από μηδενική βάση. Είναι ευκαιρία επικέντρωσης της σκέψης των πολιτών-καταναλωτών στις μεθόδους και τις πρακτικές που θα οδηγήσουν στην ισχυροποίηση όλων των παραγόντων που συνθέτουν το εθνικό μας σύνολο, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και άκρως επιμορφωτικά. Η ατομική και συλλογική αποτελεσματικότητα όμως εξαρτάται από τη βούληση των Ελλήνων πολιτών να αντιπαρέλθουν τη δύσκολη συγκυρία και να απελευθερώσουν τις δημιουργικές δυνάμεις τους. Η κυβέρνηση θα πρέπει να φροντίσει για τα υπόλοιπα.
Δημοσιεύθηκε στην ελληνική έκδοση του Economist, ένθετης στην εφημερίδα ‘Καθημερινή’. Οκτώβριος 2005