Στην εποχή του διαδικτύου, η προσοχή μας μεταπηδά από το ένα γεγονός στο άλλο με την ίδια ταχύτητα με την οποία κλικάρουμε το ποντίκι του υπολογιστή.
Από τη Συρία, στο Κίεβο, στην Κριμαία και τώρα στο χαμένο Μαλαισιανό Μπόινγκ.
Τα γεγονότα, όμως, δεν εναλλάσσονται γρηγορότερα. Η πρόσβασή μας σε αυτά έχει αλλάξει.
Κάποτε ο κύκλος της ενημέρωσής μας διαρκούσε 24 ώρες – η πρωϊνή ανάγνωση των εφημερίδων ήταν ιεροτελεστία για όσους ενδιαφέρονταν για τα τεκταινόμενα και συνοδευόταν πάντα από καφέ και τσιγάρο, συνήθειες απόλαυσης για τους Έλληνες.
Το κρατικό ραδιόφωνο έπαιζε τον ρόλο της ειδησεογραφικής γέφυρας κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν οι ημέρες ήταν κρίσιμες. Αν όχι, έπαιζε μουσική.
Πριν από μερικές δεκαετίες, η είσοδος της τηλεόρασης (κυρίως της ιδιωτικής) άλλαξε τα πράγματα, δίνοντας την αίσθηση διαρκούς επαφής με τη ροή των ειδήσεων, ενώ οι διακοπές «στην κανονική ροή του προγράμματος» απέδιδαν με εμφατικό τρόπο σπουδαιότητα στις εξελίξεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο τρόπος με τον οποίο τα Μέσα περιέγραφαν τη ζωή μας άρχισε να αλλάζει και πάλι.
Πανάκριβες online επενδύσεις εμφανίστηκαν από συστημικά μίντια, οι οποίες καταγράφονται στην ιστορία του ελληνικού διαδικτύου ως αποτυχίες.
Το κοινό δεν ήταν έτοιμο για τη μετάβαση. Βασικές αιτίες οι ακριβές συσκευές πρόσβασης, αλλά και η αίσθηση ότι τα εγχειρήματα μάλλον δεν προσέφεραν κάτι καινούργιο στον μέσο αναγνώστη-τηλεθεατή.
Η αλλαγή του τρόπου κατανάλωσης των ειδήσεων δεν αρκούσε για να τραβήξει την προσοχή. Η πραγματική αλλαγή ήρθε με τα κοινωνικά δίκτυα (το λεγόμενο writable web).
Σήμερα, ο καθένας από εμάς διαθέτει ένα μικρο-ίντερνετ, το οποίο αποτελείται από τους φίλους του στο Facebook, ανθρώπους και μίντια που “ακολουθεί” στο Twitter, παρέες στο Instagram και αλλού.
Ταυτόχρονα, ο καθένας από εμάς είναι παραγωγός περιεχομένου με δύο βασικούς τρόπους: παράγουμε αυθεντικό περιεχόμενο γιατί επιθυμούμε να μεταδώσουμε μηνύματα στους φίλους μας και αναπαράγουμε περιεχόμενο από άλλες πηγές, όταν θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή των φίλων μας σε γεγονότα, απόψεις και εξελίξεις που κρίνουμε ως ενδιαφέροντα.
Πρόσφατες διεθνείς μελέτες κατέγραψαν σημαντικές αλλαγές συμπεριφοράς των χρηστών σε σχέση με τα διαδικτυακά Μέσα.
Πλέον, ολοένα και περισσότεροι χρήστες προτιμούν να κλικάρουν ειδησεογραφικές προτάσεις φίλων τους, παρά να περιηγούνται στα ψηφιακά “πρωτοσέλιδα» μεγάλων ιστοτόπων.
Επιλέγουν, δηλαδή να κάνουν «βουτιές» στην ειδησεογραφία ή τις στήλες αρθρογράφων, ακολουθώντας εσωτερικές συνδέσεις ιστοτόπων (deep links) και μετά να επιστρέφουν στον κοινό τόπο συνάντησης, εκτός αν το περιβάλλον που θα συναντήσουν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ακόμη, μελέτες που εδώ και πολλά χρόνια παρακολουθούν τις κινήσεις των ματιών των χρηστών, οι οποίοι αναζητούν το σημείο εισόδου (entry point) πάνω στην επιφάνεια της οθόνης προκειμένου να χαράξουν την διαδρομή ανάγνωσης, περιγράφουν βασικές αλλαγές στις επιθυμίες και συμπεριφορές του κοινού, οι οποίες, πολλές συχνά, δεν εξυπηρετούνται από την αρχιτεκτονική των ιστοτόπων.
Τα παραδείγματα και τα επιχειρήματα που προκύπτουν είναι πολλά, όμως, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η επαφή των ανθρώπων με τις εξελίξεις έχει περάσει σε μία νέα διάσταση, την οποία πολλά από τα παραδοσιακά μίντια αδυνατούν να αντιληφθούν.
Οι εφημερίδες βρίσκονται σε σοβαρή κρίση επιβίωσης, ενώ η τηλεόραση ξαφνικά θα σταματήσει να εκπέμπει. Στη θέση της, η ανάπτυξη του webtv θα γίνει σε τελείως διαφορετικές βάσεις.
Από το άλλο μέρος, ορισμένες αξίες στη δημοσιογραφία, αλλά και γενικότερα στην επικοινωνιακή βιομηχανία (ή καλύτερα να την αποκαλούμε attention economy;) θα παραμείνουν, προκειμένου -για πρακτικούς λόγους- να βρει και πάλι την αξία της η διαμεσολάβηση.
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη «newspaper» μεταφράζεται ως «ειδησόχαρτο».
Στην ελληνική γλώσσα, η «εφημερίδα» προκύπτει από το εφήμερο. Στη σωστή διαχείρισή του κρύβεται και το μέλλον της ειδησεογραφικής βιομηχανίας, στη χώρα μας και διεθνώς.