Η οικονομία της γνώσης

Στο παρελθόν, οι επιχειρηματίες είχαν σαφή αντίληψη του περιβάλλοντος στο οποίο ασκούσαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Αν και ποτέ δεν έλειψαν οι αλλαγές, κυρίως λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης και προόδου, ο σταδιακός ρυθμός εμφάνισής τους τις καθιστούσε προβλέψιμες σε ικανοποιητικό βαθμό. Η όξυνση του ανταγωνισμού, η ανάγκη μείωσης του λειτουργικού κόστους, ο σχεδιασμός και η διάθεση νέων προϊόντων, η συγκέντρωση μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, απετέλεσαν τάσεις που αντιμετωπίστηκαν με άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη επιτυχία. Την τελευταία δεκαετία, όμως, η ψηφιακή επανάσταση και η επέλαση του Διαδικτύου άλλαξαν όλα τα δεδομένα του παρελθόντος, θέτοντας την οικονομία και τις επιχειρήσεις υπό καθεστώς διαρκών και δραστικών μεταβολών. Στο πλαίσιο αυτό, το ηλεκτρονικό επιχειρείν (eBusiness) αποτελεί μία εντελώς νέα πρόκληση για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους, ενώ το Διαδίκτυο επαναπροσδιορίζει την καθημερινότητα των πολιτών.

Η ψηφιακή τεχνολογία συμβάλλει στην εξέλιξη της γνώσης σε προϊόν το οποίο μπορεί να συλλεχθεί, να συσκευαστεί και να διατεθεί σε ολοένα και μικρότερο κόστος. Η ‘στηριζόμενη στη γνώση οικονομία’ (knowledge based economy) ορίζεται ως η οικονομική δραστηριότητα που στηρίζεται στην παραγωγή, διάθεση και χρήση πληροφοριών και γνωστικών δεδομένων. Η περαιτέρω εξέλιξή της σε ‘ωθούμενη από τη γνώση οικονομία’ (knowledge driven economy) αναδεικνύει τον καινοτόμο ρόλο των γνωστικών εισροών ως προωθητικού μοχλού της σύγχρονης οικονομίας.

Η ‘ωθούμενη από τη γνώση οικονομία’ δημιουργεί νέες προκλήσεις για τα οικονομούντα άτομα και τις επιχειρήσεις. Η διεθνοποίηση των αγορών, η ανάδειξη νέων ανταγωνιστών, η συρρίκνωση του κύκλου ζωής των προϊόντων, η αύξηση των απαιτήσεων των καταναλωτών και η περιπλοκότητα των τεχνολογικών εφαρμογών αποτελούν κύρια συστατικά ενός οικονομικού τοπίου που αλλάζει. Η παραγωγική διαχείριση των προκλήσεων αυτών απαιτεί την επανεξέταση του επιχειρείν και την αποτελεσματική διερεύνηση των νέων ευκαιριών που δημιουργούνται από τις ραγδαίες εξελίξεις.

Στο σχηματιζόμενο νέο οικονομικό υπόδειγμα, η καινοτομία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Η ανάπτυξη της οικονομίας των πληροφοριών και της γνώσης συνδέεται αναπόσπαστα με τα επιτεύγματα της ερευνητικής δραστηριότητας, η οποία, λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων αλλάζει μορφή και πεδίο ανάπτυξης. Πλέον, η ενασχόληση με την έρευνα και την καινοτομία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων. Η ψηφιακή τεχνολογία έχει συμβάλει στη διάχυσή της στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό, αναδεικνύοντας τη δράση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και των ιδιωτών, οι οποίοι είναι σε θέση να αξιοποιήσουν παραγωγικά τα ψηφιακά επιτεύγματα.

Και βέβαια, καινοτομία δεν σημαίνει μόνο τεχνολογικής έντασης εργαστηριακά επιτεύγματα. Οι καινοτόμες υπηρεσίες και εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας είναι πρωτίστως εργαλεία ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάγκη για νεωτερισμούς και εκσυγχρονισμό των οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών διατρέχει όλες τις πτυχές της σύγχρονης κοινωνικής, οικονομικής και επιχειρηματικής δράσης και λαμβάνει πολλές μορφές: από ψηφιακές υπηρεσίες κοινής ωφελείας, οι οποίες βελτιώνουν την καθημερινότητα των πολιτών, πρωτοποριακές μεθόδους οργάνωσης της εργασίας στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έως σύγχρονα μοντέλα επιχειρηματικής δράσης, βασισμένα σε επαναστατικά ψηφιακά εργαλεία οργάνωσης και διοίκησης.

Γενικά, οι τεχνολογικές καινοτομίες που εισάγει η ψηφιακή οικονομία συμβάλλουν στην επέκταση της γνώσης και στην ανάδειξη της πληροφορίας σε καθοριστικό μέσο αντιμετώπισης της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει κάθε νέα επιχειρηματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τον Alan Greenspan, πρώην πρόεδρο της Federal Reserve Bank, πριν από την επαναστατική ‘πληροφοριακή διαθεσιμότητα’ που έφερε μαζί της η ανάπτυξη του κυβερνοχώρου και της πληροφορικής, οι επιχειρήσεις είχαν περιορισμένη και συχνά παρωχημένη γνώση των αναγκών των πελατών – καταναλωτών, με αποτέλεσμα οι στρατηγικές αποφάσεις να στηρίζονται σε χρονικά γηρασμένες πληροφορίες, που συνήθως εξασφαλίζονταν από τους μεσάζοντες που ήλεγχαν τα στάδια διάθεσης και διακίνησης αγαθών και υπηρεσιών. Η δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων στον κυβερνοχώρο, είτε στον τομέα της λιανικής (b2c) είτε στον τομέα των συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων (b2b), παρέχει άμεση δυνατότητα τόσο απλής λήψης της αντίδρασης του κοινού ή των επιχειρήσεων – πελατών, όσο και διερεύνησης των απόψεων και προτιμήσεών τους εν όψει του σχεδιασμού νέων προϊόντων και υπηρεσιών.

Οι επιχειρήσεις που έχουν εγκαίρως αντιληφθεί την ανάγκη για αλλαγή και εκσυγχρονισμό προβαίνουν σε ανασχεδιασμό της οργανωσιακής δομής τους, των στρατηγικών προτεραιοτήτων, αλλά και αυτών καθεαυτών των παραγωγικών μηχανισμών τους. Στην προσπάθεια αυτή, ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στον εκσυγχρονισμό των τεχνικών μάνατζμεντ και της κουλτούρας που διέπει το ανθρώπινο δυναμικό. Δεν είναι τυχαία η σχεδόν καθολική συμφωνία ειδικών και ακαδημαϊκών ότι η επιτυχής επιχειρηματικότητα στο περιβάλλον της νέας οικονομίας προϋποθέτει την έμπρακτη αναγνώριση της αξίας του ανθρώπινου παράγοντα ως της σημαντικότερης παραγωγικής εισροής.

Πριν από λίγα χρόνια, σε μια έκδοση της PriceWaterhouseCoopers (PWC) με τίτλο ‘Meta-Capitalism’, είχε επισημανθεί ότι το επιχειρηματικό μοντέλο του προηγούμενου αιώνα, βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις προσπαθούσαν να διατηρούν εσωτερικά μία τεράστια βάση φυσικού κεφαλαίου, όπως εγκαταστάσεις παραγωγής, κέντρα διανομής, υποδομή τηλεπικοινωνιών κ.λπ., θα καταρρεύσει, προσφέροντας τη θέση του σε μερικώς κεφαλαιοποιημένες εταιρείες που θα διαθέτουν δικαιώματα επί αγαθών ή υπηρεσιών (brand-owning) και οι οποίες θα λειτουργούν με εξωτερικά δίκτυα ή μέσω δικτύων τρίτων. Ακόμη, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και πιο συγκεκριμένα οι ηλεκτρονικές αγορές (e-markets) θα αποτελέσουν την κατευθυντήρια δύναμη της νέας οικονομίας και αναμένονται να μετασχηματίσουν ολοκληρωτικά κάθε οργανισμό και κάθε είδους επιχείρηση, σε οποιονδήποτε κλάδο και αν δραστηριοποιείται.

Είναι πλέον σαφές ότι η ανάπτυξη της νέας οικονομίας επιφυλάσσει ριζικό ανασχηματισμό στο επιχειρηματικό τοπίο. Οι βελτιωμένες μέθοδοι διαχείρισης της αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας των επιχειρήσεων αποτελούν τον πυρήνα του μετασχηματισμού που στηρίζεται κυρίως στην ψηφιακή οικονομία και στις δυνατότητες του Διαδικτύου.

Η εργασία σε ψηφιακό περιβάλλον

Αν η βιομηχανική επανάσταση οδήγησε στη μερική αντικατάσταση των εργατικών χεριών από τις μηχανές και αργότερα από τις αυτοματοποιημένες εφαρμογές, η ψηφιακή επανάσταση δημιουργεί αυξημένη ζήτηση για εξειδικευμένους εργαζομένους με πολυσχιδείς ικανότητες και καινοτόμο σκέψη.

Εδώ και χρόνια, οι θεωρητικοί της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τονίζουν το ρόλο του ανθρώπου ως κυρίαρχου αναπτυξιακού παράγοντα στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, προωθούνται τεχνικές με τις οποίες η σύγχρονη επιχείρηση μετατρέπει την ανθρώπινη αξία σε επιχειρηματική στρατηγική και τη στρατηγική σε αποτελεσματική επιχειρηματική δράση. Η επέλαση της νέας οικονομίας συμβάλλει στην επιτάχυνση των διεργασιών αυτών και αναδεικνύει το ανθρώπινο δυναμικό σε κορυφαία εισροή στην επιχειρηματική δραστηριότητα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η σπουδαιότητα του ρόλου του ανθρώπινου παράγοντα στη σύγχρονη επιχείρηση κερδίζει έδαφος ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες και ώριμες αγορές, ενώ στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως η ελληνική, η όλη συζήτηση παραμένει ακόμα σε αρχικό στάδιο. Η έλευση της νέας οικονομίας επιτάχυνε τις εξελίξεις και επομένως τη σημασία που αποδίδεται στο ρόλο του ατόμου ως παραγωγικής εισροής στο επιχειρηματικό περιβάλλον του μέλλοντος.

Ο ριζικός μετασχηματισμός του τοπίου της αγοράς που εισάγει η ανάπτυξη της νέας οικονομίας δημιουργεί νέα πρότυπα στη σχέση εργοδότη – εργαζομένου. Η ανάπτυξη της Κοινωνίας της Πληροφορίας και Γνώσης, η συνεχής διάδοση του κυβερνοχώρου και η ανάδειξή του σε ισχυρό επικοινωνιακό και μορφωτικό μέσο ισχυροποιεί τον ανθρώπινο παράγοντα και τον ανάγει σε κύρια πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας. Ειδικότερα, στο eBusiness, οι σχέσεις επενδυτών/επιχειρηματιών και στελεχών/εργαζομένων αποκτούν νέα διάσταση με την επιτυχία των πρώτων να εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από το καλό κλίμα και τη δημιουργική σχέση τους με τους δεύτερους. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί κάτι το εντελώς καινούργιο. Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει αρχίσει να γίνεται ευρέως αποδεκτός ο πολύτιμος ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στη ‘διατηρησιμότητα’ της επιχειρηματικής επιτυχίας, ενώ πλέον οι σύγχρονες τεχνικές Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο στη διοίκηση και την οργάνωση των επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή βρίσκει ακόμη μεγαλύτερο πεδίο δράσης στο περιβάλλον της νέας οικονομίας, όπου το εξειδικευμένο και συγχρόνως πολλών δεξιοτήτων ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί το κύριο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο διαρκές ‘κυνήγι’ ιδεών και καινοτομιών, που αποτελούν και τις κινητήριες δυνάμεις της ψηφιακής οικονομίας.

Οι επιχειρήσεις που συμμερίζονται τις προκλήσεις του μέλλοντος υιοθετούν σύγχρονες πρακτικές ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού, όπως συνεχή κατάρτιση και εκπαίδευση, ενθάρρυνση της καινοτομίας, της έρευνας και ανάπτυξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Από το άλλο μέρος, οι επιχειρήσεις που δεν έχουν αναγνωρίσει τα κελεύσματα των καιρών, συνεχίζουν να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους με τρόπο ευκαιριακό, αντιμετωπίζοντας την όξυνση του ανταγωνισμού με παραδοσιακές τεχνικές, όπως μείωση μισθών, αντικατάσταση μόνιμου προσωπικού με εργαζομένους εξωτερικής και μερικής απασχόλησης κ.λπ.

Η εξερεύνηση του μέλλοντος προϋποθέτει την εγρήγορση του συνόλου των πρωταγωνιστών της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Απαιτεί επίσης την ανάπτυξη συνεργειών σε όλο το φάσμα των εκπροσώπων των οικονομικών και οργανωσιακών επιστημών. Ετσι, επιβεβλημένη κρίνεται η γόνιμη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, συμβούλων επιχειρήσεων σε ένα στρατηγικό πλαίσιο το οποίο θα καταρτιστεί από τα αρμόδια κέντρα στρατηγικής της κεντρικής κυβέρνησης. Με λίγα λόγια, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λειτουργήσουν στην αιχμή των εξελίξεων, προσπερνώντας πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες, με τους υπουργούς να δραστηριοποιούνται ως τομεακοί CEOs, επικεφαλής δηλαδή ενός ικανού επιτελείου, το οποίο θα παράγει νέες ιδέες και στρατηγικές λύσεις.

Ο έντονα διαρθρωτικός χαρακτήρας των κυοφορούμενων αλλαγών, αλλά και η ισχυρή κοινωνική παράμετρος που εμπεριέχεται στην επιτακτική ανάγκη καθολικής διάχυσης των νέων τεχνολογιών, θέτει τον κρατικό μηχανισμό, έστω και πρόσκαιρα, στη θέση του στρατηγικού ‘συντονιστή’, του επικεφαλής μιας ‘εθνικής επιχειρηματικής κοινοπραξίας’, η οποία θα αναλάβει να οδηγήσει με ασφάλεια τους πολίτες στα μονοπάτια της ψηφιακής επανάστασης.

Η ελληνική περίπτωση

Στις χώρες όπου παρατηρείται υστέρηση κατανόησης και προσαρμογής στα νέα οικονομικά και επιχειρηματικά δεδομένα, οι ευθύνες του κράτους είναι ακόμη μεγαλύτερες. Λόγου χάρη στη Ελλάδα, από τη θετική κατάληξη των προσπαθειών που καταβάλλονται στο πλαίσιο του Προγράμματος Κοινωνία της Πληροφορίας θα εξαρτηθεί ο σχηματισμός της απαραίτητης βάσης για τη σταδιακή ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης με φανερές ωφέλειες στην ανταγωνιστικότητα και στην απασχόληση. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το Πρόγραμμα ολοκληρώθηκε σχεδιαστικά στα τέλη 2005, με τις εντάξεις έργων να αγγίζουν τα 100% του προϋπολογισμού της δημόσιας δαπάνης. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα μεγέθη, η απορρόφηση πόρων του προγράμματος ΚτΠ έφθασε το 33,7% του προϋπολογισμού δημόσιας δαπάνης. Σημαντική υπήρξε και η εξέλιξη της χρηματοδότησης περισσοτέρων από 40 ψηφιακών υπηρεσιών εξυπηρέτησης των πολιτών μέσω 117 νέων έργων συνολικού προϋπολογισμού 97 εκατ. ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με την Ειδική Γραμματεία ΚΤΠ πραγματοποιήθηκε και η παρέμβαση για την ‘Ψηφιακή Αυτοδιοίκηση’, που δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης να αναπτύξουν ψηφιακές υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πολιτών στην περιφέρεια και παράλληλα να εξοικειώσουν τους πολίτες όλων των περιοχών της χώρας στις νέες τεχνολογίες.

Εντούτοις, στην περίπτωση της χώρας μας, χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες δρουν ως τροχοπέδη στις ραγδαίες βελτιώσεις που προϋποθέτει το απαιτητικό περιβάλλον της ψηφιακής οικονομίας. Λόγου χάρη, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αν και το επίπεδο εκπαιδευτικών επιτευγμάτων έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 25 χρόνια, το απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου ηλικίας 25-64 ετών με ολοκληρωμένες σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα υστερεί σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών-μελών του Οργανισμού. Ικανοποιητικά κινείται το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο κινείται κοντά στον μέσο όρο των χωρών-μελών. Υστέρηση παρατηρείται και στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Λόγου χάρη, σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα, ο αργός ρυθμός μετάβασης των νέων ατόμων από το εκπαιδευτικό σύστημα στην εργασιακή ζωή οφείλεται στην αδυναμία της γενικής εκπαίδευσης να προσφέρει ελαστικότητα στα προγράμματα απόκτησης νέων δεξιοτήτων, αλλά και στον περιορισμένο ρόλο που έχει ο επιχειρηματικός κόσμος σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό των εκπαιδευτικών προγράμματων, ώστε τα τελευταία να οδηγούν στην απόκτηση των απαραίτητων δεξιοτήτων που απαιτούνται από την αγορά. Ακόμη, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες προκειμένου να αυξηθεί το ποσοστό των μαθητών που ολοκληρώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα μέτρα της πολιτείας θα πρέπει να αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου, μέσω προγραμμάτων επανεκπαίδευσης του διδακτικού προσωπικού, στην εισαγωγή προηγμένης τεχνολογίας στα σχολεία και στην αντιμετώπιση του ‘ψηφιακού αναλφαβητισμού’.

Στα αισιόδοξα σενάρια των υποστηρικτών της νέας οικονομίας συχνά αντιπαρατίθεται η ύπαρξη ανισοτήτων, οι οποίες επιδεινώνονται από τον ταχύ επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων ανάπτυξης και ευημερίας των κοινωνιών. Ο όρος ‘ψηφιακό χάσμα’ περιγράφει τη διαφορά που επικρατεί μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών ή κοινωνικών ομάδων, όσον αφορά τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες πρόσβασης των ατόμων σε πληροφορίες και επικοινωνιακές τεχνολογίες. Ετσι, το ζήτημα της ‘καθολικής πρόσβασης’ στις νέες τεχνολογίες αναδεικνύεται σε ένα από τα κύρια ζητήματα του μέλλοντος, υποδηλώνοντας τον απώτερο στόχο όσον αφορά τη διείσδυση και ενεργό αξιοποίηση του Διαδικτύου ως βασικής επικοινωνιακής πλατφόρμας.

Η καθολική παγκόσμια ψηφιακή πρόσβαση και ο ψηφιακός αλφαβητισμός μπορούν να συμβάλουν στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας της παγκόσμιας οικονομίας και ευρύτερα του δημοκρατικού συστήματος. Από το άλλο μέρος, οι ψηφιακές εξελίξεις ενδέχεται να έχουν και αντίθετο αποτέλεσμα, προκαλώντας περαιτέρω διεύρυνση του χάσματος και οδηγώντας σε νέες μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής απομόνωσης.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν προσωπικό υπολογιστή στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης των ’25’ κατά μέσον όρο ανήλθε σε 54% το 2004. Πρόσβαση στο Διαδίκτυο διαθέτει 43% του συνόλου των νοικοκυριών, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ευρυζωνικών συνδέσεων είναι 15%. Στους ψηφιακούς πρωταθλητές της Ευρώπης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά που διαθέτουν Η/Υ, εντάσσονται χώρες όπως η Σουηδία (περίπου στο 80%, εκτός πίνακα 1), η Δανία (79%), η Ολλανδία (74%) και η Γερμανία. Αντίθετα, στις τελευταίες θέσεις εντοπίζονται οι Ελλάδα (29%), Λιθουανία (27%) και Λεττονία (26%).

Λεπτομερέστερα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Ε.Ε. καταδεικνύουν ανισότητες στη χρήση του Διαδικτύου στα κράτη-μέλη, οι οποίες είναι ιδιαίτερα έντονες μεταξύ των ατόμων με διαφορετικό επίπεδο μόρφωσης, με το ποσοστό των περισσότερο μορφωμένων που χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο να διαφέρει αισθητά από εκείνους με κατώτερη μόρφωση. Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των ατόμων υψηλότερης και χαμηλότερης μόρφωσης παρατηρούνται στην Πορτογαλία (70 ποσοστιαίες μονάδες), στη Σλοβενία (68), στην Ισπανία (61), στο Ηνωμένο Βασίλειο (59) και στην Ιταλία (58). Οι μικρότερες διαφορές παρατηρούνται στη Λιθουανία (11), στη Σουηδία (24), στη Γερμανία (25) και σεΔανία και Εσθονία (27). Υψηλά ποσοστά χρηστών του Διαδικτύου με κατώτερη μόρφωση (άνω του 50%) παρατηρούνται στη Σουηδία (70%), στη Δανία (64%), στη Φινλανδία (54%)και στη Γερμανία (51%), ενώ το ποσοστό των χρηστών με υψηλότερη μόρφωση πέφτει κάτω του 50% μόνο στη Λιθουανία (38%) και στην Ελλάδα (48%). Σε ό,τι αφορά τη χρήση του Διαδικτύου από πλευράς εργαζομένων, το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στη Σουηδία (86%), ενώ ακολουθούν οι Δανία με 83% και οι Ολλανδία και Φινλανδία, και οι δύο με 82%. Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Λιθουανία και στην Ουγγαρία (και στις δύο 33%), με ουραγό την Ελλάδα (28%).

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ερευνας JANUS, όσο η παραδοσιακή έννοια του αλφαβητισμού θα συγκλίνει με τη ψηφιακή ικανότητα, οι πολίτες με χαμηλού επιπέδου δεξιότητες και διαφορετικών εθνικών και κοινωνικών ταυτοτήτων (μετανάστες, ηλικιωμένοι, χαμηλού εισοδήματος) διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο απομόνωσής τους από την Κοινωνία της Πληροφορίας. Ακόμη, δεδομένου ότι ολοένα και περισσότερες χώρες προχωρούν στην ψηφιοποίηση υπηρεσιών και διαδικασιών επικοινωνίας με τους πολίτες, υπό την σκέπη της Ηλεκτρονικής Κυβέρνησης, το ψηφιακό χάσμα θα τείνει να εξελίσσεται σε ζήτημα ευρύτερης κοινωνικής συμμετοχής στο πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την πρώτη έρευνα του Παρατηρητηρίου για την Κοινωνία της Πληροφορίας που πραγματοποιήθηκε το 2005 και στην οποία καταγράφονται τα εθνικά μεγέθη ΤΠΕ βάσει των προτύπων eEurope της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σχεδόν 1 στα 4 νοικοκυριά έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο και 1 στους 5 Ελληνες το έχει χρησιμοποιήσει το τελευταίο τρίμηνο. Οι νεαρότερες ηλικιακές ομάδες (16-24: 42%, 25-34: 30%), οι κάτοικοι αστικών κέντρων ανώτερης και ανώτατης μόρφωσης είναι με σημαντική διαφορά οι υποομάδες του πληθυσμού με την υψηλότερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Ακόμη, περισσότεροι από 1 στους 4 εργαζομένους χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για την εκτέλεση της εργασίας τους, ενώ το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων με άνω των 10 εργαζομένων διαθέτει σύνδεση στο Διαδίκτυο και περισσότερες από 1 στις 3 από αυτές διαθέτουν ευρυζωνική σύνδεση. Τέλος, περίπου 8 στις 10 επιχειρήσεις 10+ και περίπου 1 στις 9 μικρές επιχειρήσεις εκτελούν ηλεκτρονικά συναλλαγές με φορείς του Δημοσίου μέσω Διαδικτύου.

Από τα στοιχεία του πίνακα 1, καθώς και από την έρευνα του Παρατηρητηρίου για την ΚτΠ, προκύπτει η υστέρηση της χώρας τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όσο ως προς τις προσπάθειες άμβλυνσης του ψηφιακού χάσματος στο εσωτερικό της.

Η διαφοροποίηση στα ποσοστά χρήσης του Διαδικτύου είναι ιδιαίτερα εμφανής μεταξύ των διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών της χώρας. Στην έρευνα του Παρατηρητηρίου, η διαφορά που παρατηρείται μεταξύ της Αττικής και των λοιπών περιφερειών καταμαρτυρεί έντονες περιφερειακές ανισότητες, με πρωτοπόρο την Αττική και λιγότερο ψηφιακά ανεπτυγμένες περιοχές τη Δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τη Στερεά (πίνακας 2). Σε ό,τι αφορά την κατανομή της χρήσης του νέου μέσου ανά αστικότητα, οι ανισότητες έχουν ως εξής: Αθήνα 26,7%, Θεσσαλονίκη 24,4%, αστικά κέντρα 14,7% και ημιαστικά/αγροτικά μόλις 8,8%.

Η άνιση ψηφιακή ανάπτυξη εγκυμονεί κινδύνους για τη χώρα μας, τόσο όσον αφορά την περαιτέρω επέκταση της χρήσης του Διαδικτύου ως ενιαίας πλατφόρμας κοινωνικής προόδου, όσο και για τη μελλοντική καθιέρωση της εμπορικής χρήσης του Μέσου. Επιπλέον, ορατός είναι ο κίνδυνος περαιτέρω όξυνσης των παραδοσιακών ανισοτήτων, οι οποίες επί δεκαετίες αποτελούν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.

Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι, ενώ οι χώρες που κατέχουν ισχυρή θέση στο χώρο της παραδοσιακής οικονομίας είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στην επέλαση των νέων ψηφιακών εννοιών και πρακτικών, εκείνες που παραμένουν υπό ανάπτυξη αδυνατούν, σε πρώτη φάση, να κατανοήσουν σε βάθος τις δραστικές αλλαγές που επιβάλλει ο κυβερνοχώρος. Ολα δείχνουν ότι οι παραδοσιακοί ορισμοί που περιέγραφαν το επίπεδο ανάπτυξης των εθνικών οικονομιών και τις διέκριναν σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες πλέον δεν επαρκούν.

Τέλος, διάχυτη είναι η πεποίθηση ότι το Διαδίκτυο επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις τόσο τους πολίτες-καταναλωτές όσο και στις επιχειρήσεις. Η επέλαση του κυβερνοχώρου στην καθημερινή πραγματικότητα του ανθρώπου και η σταδιακή καθιέρωση της νέας οικονομίας και του ηλεκτρονικού επιχειρείν θα επαναπροσδιορίσουν τους ορισμούς της ενημέρωσης, της παιδείας και της επιχειρηματικότητας. Οι νέες τάσεις διαδέχονται η μία την άλλη με τέτοιο ρυθμό, που η απορρόφησή τους από την ελληνική διαδικτυακή αγορά καθίσταται έργο δύσκολο και περίπλοκο.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση στρατηγικών διαμόρφωσης και αξιοποίησης του νέου ψηφιακού τοπίου στη βάση του δημοσίου συμφέροντος αναδεικνύεται σε κεντρικό στόχο στην περίπτωση της χώρας μας. Η νέα οικονομία αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία επίλυσης των παραδοσιακών προβλημάτων της νεοελληνικής πραγματικότητας και εξερεύνησης νέων μοντέλων κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και επιχειρηματικής δράσης.

Δημοσιεύθηκε στην ελληνική έκδοση του Economist, ένθετης στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Ιανουάριος 2006.

Demetris Kamaras

Journalism Professor and journalist, primarily online. Political analyst and communications specialist. Previous studies in economics (BA), communications policy (MA) and journalism (PhD), mostly in London. Born in Hove, Brighton. Lives in Athens, Greece. Blogs when necessary. Founded and running dailyGreece.net Private Information Network and alyunaniya.com [The Greek]. Occasional articles of friends are published on PostNews.eu. Interested in political communication, next-gen web apps, digital R&D, internet ethics and social networks. He taught journalism and communication at University of Indianapolis Athens (1999-2013). Published numerous analyses and op-eds, online and in print and his first book was titled: Digital Communication (Zenon Publications, London, 2000 – co-authorship). Recent publications: Crisis Talk; Greece (2012) – iBook/Avaialble on iTunes. Elections and the Internet, Digerati Publications (Athens, 2014) (in Greek).

View all posts by Demetris Kamaras →

Leave a Reply

Your email address will not be published.