Κόστος εργασίας, παραγωγικότητα και σύγχρονο management

Ας αναλογιστεί κανείς δύο εργαζόμενους, οι οποίοι ζουν σε διαφορετικές χώρες και απασχολούνται σε ομοειδείς επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. Και οι δύο επιτελούν το ίδιο έργο: την παροχή συγκεκριμένου είδους υπηρεσίας προς τους πολίτες-καταναλωτές. Ο Α εργαζόμενος αμείβεται, για παράδειγμα, με 500 ευρώ την εβδομάδα, και ο Β με 350 ευρώ. Στη διάρκεια μιας εβδομάδας, ο πρώτος διεκπεραιώνει 80 υποθέσεις και ο δεύτερος, με τη χαμηλότερη αμοιβή, μόνον 50. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, σε ποιόν από τους δύο αυτούς εργαζομένους αντιστοιχεί το υψηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προσφερομένης υπηρεσίας ή παραγομένου προϊόντος;

Ο κοινός νους δεν απαιτεί παρά λίγες απλές αριθμητικές πράξεις, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στην περίπτωση του Α (υψηλόμισθου) εργαζομένου, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ανέρχεται σε 6,25 ευρώ (500:80), ενώ στην περίπτωση του Β (χαμηλόμισθου) σε 7 ευρώ (350:50). Το συμπέρασμα, λοιπόν, που συνάγεται, απόλυτα κατανοητό ακόμη και για μη οικονομολόγους, είναι προφανές: ο χαμηλότερα αμειβόμενος εργαζόμενος Β επιβαρύνει την επιχείρησή του με μεγαλύτερο κόστος από ό,τι ο υψηλότερα αμειβόμενος Α. Θα μπορούσε, μάλιστα, εδώ να λεχθεί ότι ο Α αντιπροσωπεύει τον μέσο Ευρωπαίο και ο Β τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο.

Με το παραπάνω οικονομικό ‘υπόδειγμα’ συσχετίζονται, με όσο γίνεται απλούστερο τρόπο, οι οικονομικές παράμετροι: αμοιβή και κόστος εργασίας, παραγωγικότητα καθώς και ανταγωνιστικότητα (στον τομέα των προϊόντων), όσον αφορά επιμέρους επιχειρήσεις, αλλά και οικονομίες διαφόρων χωρών. Εύλογα δε προκύπτει το ερώτημα για το πώς ο Α εργαζόμενος επιτυγχάνει υψηλότερη παραγωγικότητα, και συνεπώς χαμηλότερο κόστος ανά μονάδα προϊόντος, επιβαρύνοντας έτσι λιγότερο την επιχείρηση που τον απασχολεί και προσδίδοντάς της υψηλό βαθμό ανταγωνιστικότητας.

Στη χώρα του Α, η απάντηση σχετίζεται μάλλον με τις προσωπικές ικανότητες και δεξιότητες του εργαζόμενου, τα συστήματα δια βίου εκπαίδευσης, τις προηγμένες τεχνολογικές εφαρμογές, αλλά και τις σύγχρονες τεχνικές οργάνωσης και διοίκησης που υποστηρίζουν την παραγωγική διαδικασία, καθώς και τη λειτουργία των σημείων επαφής των εταιρειών με τον πολίτη-καταναλωτή.

Αντίθετα, η ερμηνεία που παραδοσιακά έχει επικρατήσει στην Ελλάδα (χώρα Β) και η οποία με ιδιαίτερη επιδεξιότητα συντηρείται έως τις μέρες μας, προκρίνει ως κύρια αιτία τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ λαών και ειδικότερα, τη διαφορετική ‘κουλτούρα’ και αξίες που διέπουν τον σύγχρονο Έλληνα, ο οποίος, λόγω και κλιματικών ιδιαιτεροτήτων, δεν δύναται να είναι παραγωγικός στην εργασία του. Άλλωστε, στο παρελθόν, η ερμηνεία αυτή είχε διατυπωθεί με ένταση από τα πλέον επίσημα χείλη. ‘Αυτή είναι η Ελλάδα’, όπως είχε αποφανθεί από το βήμα της Βουλής ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης. Έκτοτε, η ‘πολιτισμική εξήγηση’, υποβοηθούμενη και από τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης, έχει επικρατήσει στο δημόσιο διάλογο, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση, σε επίπεδο συλλογισμού, βασικών αδυναμιών της πάλαι ποτέ δήθεν ‘ισχυρής’ ελληνικής οικονομίας.

Το παράδειγμα των Ελλήνων που διαπρέπουν σε όλους τους τομείς στο εξωτερικό, καταδεικνύει ότι η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί αλλού, λόγου χάριν, σε συστημικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας.

Αξιοπρόσεκτη από την άποψη αυτή, όχι μόνον για το περιεχόμενό της, αλλά και για την προέλευσή της, είναι η πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ (Ιούνιος 2005). Σ’ αυτήν διαπιστώνεται ότι, παρά τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ο οποίος οφείλετο εν πολλοίς στις εισροές ευρωπαϊκών πόρων, τις επενδύσεις υποδομής λόγω Ολυμπιακών Αγώνων και τον αυξημένο δανεισμό, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1996-2004 υποχώρησε.

Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά όσους τα τελευταία χρόνια δεν έπαψαν να υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη ήταν πλασματική και το παραγωγικό κενό που άφηνε πίσω της μεγάλο (βλ. και έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου). Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει σήμερα και η ερευνητική ομάδα του συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία δείχνει να αντιλαμβάνεται επιτέλους τα μηνύματα της σύγχρονης εποχής.

Αξίζει να αναφερθεί, συμπληρωματικά στη μελέτη του ΙΝΕ, ότι το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από την 31η θέση το έτος 2001 κατήλθε στην 36η το 2002, στην 42η το 2003 και στην 44η το 2004. Την τελευταία θέση κατέχει η χώρα μας και με βάση τα κριτήρια-στόχους, που έθεσε το 2000 η ‘Στρατηγική της Λισαβόνας’. Με βάση τα τελευταία, η χώρα μας παρουσιάζει συνολικά τη μεγαλύτερη απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ-15, αλλά και ιδιαίτερα μεγάλη υστέρηση σε καίριους τομείς, όπως οι: ‘κοινωνία της πληροφορίας’, «καινοτομία-έρευνα-ανάπτυξη’, ‘επιχειρηματικό περιβάλλον’, κι ‘απελευθέρωση της αγοράς’.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η συνεχής υποβάθμιση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας συνδέεται περισσότερο με προβλήματα και αγκυλώσεις συστημικού χαρακτήρα, και λιγότερο με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες, στο κάτω της γραφής, αποτελούν προϊόν μίμησης εκ μέρους των πολιτών των χρονίως φτωχών επιδόσεων του κρατικού μηχανισμού.

Σύμφωνα με παλαιότερη επισήμανση του ΟΟΣΑ, ‘ήταν μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, η εγχώρια στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης στράφηκε από την κρατική διαχείριση στις δυνάμεις της αγοράς’. Έκτοτε, όμως, τα βήματα που έγιναν ήταν πολύ λίγα και διστακτικά. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί μικρή μόνον πρόοδος, η οποία, σε σχέση με τις συγκλονιστικές μεταβολές που σημειώθηκαν στα διεθνή αναπτυξιακά πρότυπα, μοιάζει ουσιαστικά με οπισθοδρόμηση.

Στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο (στο οποίο αναφέρονται, με τον τρόπο τους, και τα στελέχη του ΙΝΕ), τα στοιχεία της νέας οικονομίας, όπως η τεχνολογία, η έρευνα, η καινοτομία και οι νέες τεχνικές διοίκησης και οργάνωσης, κατέχουν κεντρικό ρόλο. Στις πλέον δυναμικές διαστάσεις του νέου προτύπου συγκαταλέγονται η ενισχυόμενη τάση για αυξανόμενη παραγωγικότητα και διασφάλιση υψηλότερων εισοδημάτων, η δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας που να στηρίζονται στην εξειδίκευση και τις δεξιότητες, η μεγαλύτερη αυτονομία των εργαζομένων στην παραγωγή και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και η ολοένα αυξανόμενη πρόσβαση στην τρέχουσα, αλλά και εμπεριστατωμένη γνώση.

Ειδικά στον τομέα του management, η ευρεία εξάπλωση των ψηφιακών τεχνολογιών και ακολούθως των νέων τεχνικών εργασίας και, γενικότερα, η δημιουργική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού συντελούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του ανθρώπινου παράγοντα και επιτρέπουν την ενδυνάμωση των επιχειρηματικών δράσεων.

Η υιοθέτηση και στη χώρα μας των διεθνών τάσεων στις πρακτικές διοίκησης και οργάνωσης, σε συνδυασμό με την κατάλληλη στρατηγική προσέγγιση, θα συμβάλει στη βελτίωση της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων και στην εδραίωσή τους στο νέο διεθνοποιημένο, και σε μεγάλο βαθμό ψηφιακό, οικονομικό περιβάλλον.

Είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν, ώστε να αναστραφεί η εικοσαετής και πλέον πορεία συνεχούς υποβάθμισης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Είναι μακρύς ο δρόμος έως ότου ο εργαζόμενος Β καταφέρει να αυξήσει την παραγωγικότητά του, έτσι ώστε και το εισόδημά του να ενισχύσει και, ταυτόχρονα, να κοστίζει λιγότερο στην επιχείρηση που τον απασχολεί. Η συνεργασία, αλλά ενίοτε και η δημιουργική αντίθεση, των κοινωνικών εταίρων αποτελούν προϋπόθεση για την επίτευξή αυτών των στόχων.

Δημοσιεύθηκε στα ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, μηνιαία έκδοση του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Επικοινωνίας. Αύγουστος 2005.

Demetris Kamaras

Journalism Professor and journalist, primarily online. Political analyst and communications specialist. Previous studies in economics (BA), communications policy (MA) and journalism (PhD), mostly in London. Born in Hove, Brighton. Lives in Athens, Greece. Blogs when necessary. Founded and running dailyGreece.net Private Information Network and alyunaniya.com [The Greek]. Occasional articles of friends are published on PostNews.eu. Interested in political communication, next-gen web apps, digital R&D, internet ethics and social networks. He taught journalism and communication at University of Indianapolis Athens (1999-2013). Published numerous analyses and op-eds, online and in print and his first book was titled: Digital Communication (Zenon Publications, London, 2000 – co-authorship). Recent publications: Crisis Talk; Greece (2012) – iBook/Avaialble on iTunes. Elections and the Internet, Digerati Publications (Athens, 2014) (in Greek).

View all posts by Demetris Kamaras →

Leave a Reply

Your email address will not be published.