Στην εποχή της Κοινωνίας της Πληροφορίας και Γνώσης, τα συστατικά διαμόρφωσης της σύγχρονης πολιτικής στρατηγικής και δράσης αποκλίνουν από τα ιδεολογικά δόγματα της παραδοσιακής ‘αριστερής’ και ‘δεξιάς’ θεώρησης και συγκλίνουν προς τον χώρο του κέντρου, του μέτρου, την ανθρωποκεντρικής (κοινωνικής) αξιολόγησης της πληθώρας των παραμέτρων που συνθέτουν το σύγχρονο πολιτικό γίγνεσθαι. Στη διαδικασία αυτή, η απώλεια του ρομαντισμού με τον οποίο στο παρελθόν ήταν πλαισιωμένες οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις επιφέρει την ισχυροποίηση της ρεαλιστικής διάστασης που απαιτεί η διαχείριση της νέας εποχής που ανατέλλει.
Παρά ταύτα, και ενώ η τεχνολογία και η παγκοσμιότητα αναδεικνύονται σε κρίσιμες εισροές για την ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και τη χάραξη στρατηγικής, τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά κάθε κοινωνίας παραμένουν διακριτά. Συχνά δε, ανασύρονται στην επιφάνεια, είτε ως πλεονεκτήματα, όταν επιχειρείται η προάσπιση της ταυτότητας των εθνικών συνόλων, είτε ως μειονεκτήματα, όταν αποπειράται η εξήγηση αρνητικών φαινόμενων.
Διαπολιτισμικές έρευνες σε καίριους τομείς της σύγχρονης ζωής, όπως η κοινωνική συμπεριφορά, η οικονομική δραστηριότητα και τα μοντέλα διοίκησης των επιχειρήσεων επιβεβαιώνουν την κοινή αίσθηση ότι η ικανότητα κάθε χώρας να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του μέλλοντος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τα εγγενή χαρακτηριστικά των πολιτών και των ηγεσιών της.
Στην περίπτωση της Ελλάδος, τα αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως και τα χρόνια επακόλουθά τους είναι γνωστά σε όλους, έχουν δε αποτελέσει κυρίαρχο όπλο των πολιτικών κομμάτων, οι εκπρόσωποι των οποίων αποδίδουν την ύπαρξη και έντασή τους στην κακή κυβερνητική δράση του εκάστοτε αντιπάλου. Συνέπεια αυτής της χρόνιας τακτικής είναι η έλλειψη θετικών ερεθισμάτων και παροτρύνσεων προς τους πολίτες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε με αμείωτη ένταση καθόλη τη διάρκεια της τελευταίας 30ετίας.
Σήμερα, στην ‘ύστερη Μεταπολίτευση’, τα δεδομένα αλλάζουν. Ο εκσυγχρονισμός της πολιτικής και ο εκπολιτισμός της δράσης των συμμετεχόντων σε αυτήν αποτελούν κυρίαρχα ζητούμενα του μέλλοντος. Όσον αφορά τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των ‘εργαλείων’ που θα καταστήσουν επιτυχή την πορεία προς τον πολιτικό πολιτισμό, αυτά αποτελούν ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης, η οποία πρώτη έθεσε το ζήτημα. Όμως, την ίδια διάθεση προόδου καλείται να δείξει και το κοινωνικό σύνολο.
Κοινό τόπο αποτελεί η διαπίστωση ότι, πέρα από τους ανεπαρκείς, λανθασμένους, ή και εσκεμμένα ατελείς χειρισμούς των κυβερνήσεων από το 1980 έως σήμερα, το πρόβλημα του Έλληνα είναι πολιτισμικό, κοινώς πρόβλημα νοοτροπίας. Το ίδιο γνωστό επίσης είναι ότι, μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού εντοπίζει τις αιτίες αυτού του προβλήματος στη συμπεριφορά εκείνων που κατείχαν την εξουσία όλα αυτά τα χρόνια. Ανεξαρτήτως αιτίου, το αιτιατό είναι εμφανές και παρεισφρύει ως τροχοπέδη σε κάθε υγιή προσπάθεια εκσυγχρονισμού και προόδου. Σε όρους καθημερινότητας, αφορά την προστασία της καθεστηκυίας τάξης, τόσο σε ατομικό, όσο και συλλογικό επίπεδο, με τις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων να χαρακτηρίζονται σχεδόν πάντοτε από πεσσιμισμό για το μέλλον. Όμως είναι αδύνατο όσοι σήμερα ασκούν δριμεία κριτική στην κυβέρνηση να είναι εκ φύσεως πεσσιμιστές (ή συνειδητοί οπαδοί του Σοπενάουερ). Περισσότερο πιθανό είναι να συντρέχουν άλλοι, πιο ‘πρακτικοί’ λόγοι, όπως λόγου χάρη, η εξυπηρέτηση ενός είδους πολιτικού τακτικισμού, ο οποίος αναζητά ερείσματα στις πλέον ανασφαλείς κοινωνικές ομάδες. Τον φαύλο κύκλο του πεσσιμισμού και της αντίδρασης εξυπηρετούν και τα Μέσα Ενημέρωσης, ιδιαίτερα η τηλεόραση, η οποία παρακινείται από ίδια συμφέροντα, την ίδια στιγμή που παραμένει όμηρος ενός ιδιότυπου κρατισμού.
Όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η αισιοδοξία είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του Έλληνα. Όταν δεν επηρεάζονται από κομματικές εντάσεις και την συγκυριακή αποδυνάμωση της τσέπης τους, η Ελληνίδα και ο Έλληνας κοιτούν το μέλλον με αισιοδοξία. Ενίοτε δε, επικροτούν και τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, εφόσον κρίνουν ότι αυτές κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση.
Όμως, παρά την αποδοχή των επιλογών της Κυβέρνησης από την πλειονότητα των πολιτών, οι τελευταίοι εμφανίζονται να διακατέχονται από έντονη ‘απαισιοδοξία’ για το μέλλον. Δημοσκοπήσεις και Μέσα Ενημέρωσης αναδεικνύουν τον πεσσιμισμό σε κυρίαρχο πολιτικό μήνυμα, το οποίο, παρουσιάζεται ως να διατρέχει όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Ένας λόγος μπορεί να είναι η καθυστέρηση των ωφελημάτων που ο πρακτικός Έλληνας ανέμενε με ανυπομονησία από την ‘αλλαγή’ που σηματοδότησε η ψήφος του τον Μάρτιο 2004. Πώς όμως η ανυπομονησία μετατράπηκε σε ‘απαισιοδοξία’; Ιδιαίτερο ρόλο στην περίπτωση αυτή διαδραματίζουν τα Μέσα Ενημέρωσης. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η τηλεοπτική διαχείριση της επικαιρότητας έχει ως αποτέλεσμα τα ζητήματα να επενδύονται πολιτικά εξ αρχής, στερώντας το κοινό από τις τεχνικές ιδιαιτερότητές τους, αλλά και από τις πιθανές ωφέλειες που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής δράσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι προσδοκίες της κοινωνίας μετατρέπονται σε ανυπομονησία, θέτοντας την Κυβέρνηση διαρκώς υπό πίεση. Η κατάλληλα ‘φιλτραρισμένη’ προβολή των μηνυμάτων αυτών, καλλιεργεί την απογοήτευση στους πολίτες, οι οποίοι, αγνοώντας τη χρονοβόρα διαδικασία των διαρθωτικών αλλαγών, αρκούνται σε επιφανειακές, συνήθως αρνητικού χαρακτήρα διαπιστώσεις σχετικά με τη δυναμική της κυβέρνησης.
Μία άλλη, πιο σύνθετη εξήγηση σχετικά με τον περιρρέοντα πεσσιμισμό των σημερινών Ελλήνων έχει να κάνει με την αίσθηση αποκλεισμού από την εξουσία που διακατέχει αρκετούς από τους ιθύνοντες του παρελθόντος, οι οποίοι διατηρούν ισχυρές τις προσβάσεις τους στα Μέσα Ενημέρωσης και στους μηχανισμούς κινητοποίησης των κατ’ επάγγελμα αντιδρούντων. Το αποτέλεσμα είναι η διαρκής προβολή των γεγονότων μέσα από ένα στρεβλωτικό πρίσμα με κύριους πρωταγωνιστές εκείνες τις δυνάμεις οι οποίες απετέλεσαν την πολιτικο-επικοινωνιακή ελίτ της δεκαετίας του 1990. Βασικό όπλο τους στις απόπειρες ‘αποδόμησης’ των μέτρων πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης αποτελεί η προνομιακή προβολή που τους εξασφαλίζουν τα Μέσα Ενημέρωσης σε ό,τι αφορά την πολιτική αξιολόγηση των εξελίξεων.
Παρά το εχθρικό επικοινωνιακό περιβάλλον, το σημερινό ‘κύμα αντίδρασης’ και απαισιοδοξίας σε ό,τι αφορά τις ενέργειες της Κυβέρνησης στερείται μαζικότητας όταν δοκιμάζεται στο πεζοδρόμιο, αλλά και αποτελεσματικότητας όταν τίθεται στο πλαίσιο πραγματικού πολιτικού διαλόγου. Από το άλλο μέρος, η κατάσταση αυτή ελάχιστα σχετίζεται με έμφυτα χαρακτηριστικά απαισιοδοξίας, τα οποία η μεσογειακή, και δη ελληνική κουλτούρα ψυχικής αυτοπροστασίας απορρίπτει πολύ εύκολα, συνήθως με τη βοήθεια των καλών καιρικών συνθηκών και της σχόλης.
‘Σε ό,τι αφορά τον εαυτό μου είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να ήμουν κάτι άλλο’ είπε κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Μερικές δεκαετίες αργότερα, η σύγχρονη θεώρηση της αισιοδοξίας ως εργαλείο προόδου απορρίπτει τη χρήση της ως ‘το όπιο του λαού’, όπως θα έλεγαν και ορισμένοι νοσταλγοί του παρελθόντος. Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα. Σύμφωνα με τον Βρετανό Max More, ειδικού επί ζητημάτων στρατηγικής, η ‘δυναμική αισιοδοξία’ ορίζεται ως μία θετική, δημιουργική συμπεριφορά που ενδυναμώνει τις ατομικές και συλλογικές δυνατότητες της κοινωνίας.
Οι Έλληνες μπορούν να είναι ταυτόχρονα αισιόδοξοι και ρεαλιστές. Άλλωστε η κριτική θεώρηση της παγκοσμιότητας απαιτεί την υιοθέτηση αισιόδοξης συμπεριφοράς ως προϋπόθεσης του ρεαλισμού που απαιτείται για την αντιμετώπιση του σημερινού, μεταβαλλόμενου κόσμου. Ο έξυπνος και δυναμικός οπτιμισμός αποτελεί ενεργό και εποικοδομητικό τρόπο θεώρησης της ζωής, ο οποίος παράγει αποτελεσματικότητα, επικεντρώνοντας την ενεργικότητα του ατόμου και της κοινωνίας στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες.
Έτσι, η υιοθέτηση του οπτιμισμού ως στάση, αλλά και ως ωφέλιμο ‘εργαλείο ζωής’ αναιρεί τις διαστάσεις της ουτοπικής ανάλυσης ή της αυτοεξαπάτησης, που προβάλλουν όσοι αμφισβητούν την ιδεολογία της αισιοδοξίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ποιότητα του κοινωνικού κεφαλαίου αναδεικνύεται ως η κυριότερη παράμετρος εξέλιξης και προόδου.
Το Κοινωνικό Κεφάλαιο συντίθεται από τα δίκτυα, τα πρότυπα, τις σχέσεις, τις αξίες και τις άτυπες κοινωνικές παραδοχές που διαμορφώνουν την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Η έννοια του Κοινωνικού Κεφαλαίου προσδιορίζεται από σειρά παραγόντων όπως η ιστορία και η κουλτούρα, οι κοινωνικές δομές, η οικογένεια, η παιδεία, το δομημένο περιβάλλον, η οικιστική κινητικότητα, οι οικονομικές ανισότητες, η ισχύς και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας των πολιτών, τα πρότυπα της ατομικής καταναλωτικής συμπεριφοράς, οι προσωπικές αξίες, η ηθική κ.λπ.
Στο εξωτερικό, η έννοια έχει αποτελέσει πεδίο μελετών που συνδέονται με την ‘Κοινωνιολογία της Ανάπτυξης’, εξετάζοντας την κοινωνική διάσταση της ελεύθερης αγοράς. Το ζήτημα έχει απασχολήσει ειδικές ομάδες μελέτης και στρατηγικής σε χώρες οι οποίες έχουν παράδοση στην ανάλυση νέων πολιτικών και κοινωνικών τάσεων, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το βασικότερο μέσο μέτρησης του Κοινωνικού Κεφαλαίου είναι η εμπιστοσύνη που έχει ο κάθε πολίτης προς τους συμπολίτες του, και κατ’ επέκταση προς όσους επέλεξε να τον εκπροσωπούν στα πολιτικά δρώμενα. Η εμπιστοσύνη σε πρόσωπα, θεσμούς, διαδικασίες και κανόνες οδηγεί στη ‘δυναμική αισιοδοξία’ για το μέλλον, μέσω της ισχυροποίησης και ωρίμανσης των μηχανισμών που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό.
Στην Ελλάδα όμως, ο μικρός βαθμός εμπιστοσύνης προς την πολιτική καθιστά την προσπάθεια εξέλιξης ακόμη δυσκολότερη. Πολλά είναι αυτά που πρέπει να γίνουν προκειμένου η νέα κουλτούρα ατομικής και συλλογικής ευθύνης, η κατανόηση και προάσπιση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, η αποφυγή της επιβάρυνσης του κοινωνικού συνόλου για ίδιον όφελος, η τιμιότητα και η τήρηση ηθικών κανόνων σε όλες τις μορφές κοινωνικής και οικονομικής δράσης, η συμμετοχή στα κοινά και η προάσπιση του κοινωνικού πλούτου να αποτελέσουν ουσιαστικές προτεραιότητες για όλους τους ‘Ελληνες, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων.
Απαραίτητο βήμα προς την παραγωγική διερεύνηση αυτών των προτεραιοτήτων είναι η συνειδητή απομάκρυνση των πολιτών (και των πολιτικών) από τις χρονίζουσες αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος, που αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας και πλήττουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Από το άλλο μέρος, χρέος της Κυβέρνησης είναι η εξάλειψη των (θεσμικών και μη) ευκαιριών παρέκκλισης από τον κοινό στόχο, που δεν είναι άλλος από την πρόοδο και την ευημερία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Δημοσιεύθηκε στην Ετήσια Έκδοση ‘2006-26 ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ’, προϊόν συνεργασίας της ελληνικής έκδοσης του Economist με το Forum Αγορά Ιδεών. Δεκέμβριος 2005.